Φίλα

Φίλα

F…la, pÒlij Makedon…aj,
kt…sma Dhmhtr…ou toà AntigÒnou paidÒj, toà Gonat© kaloumšnou,
Öj ¢pÕ tÁj toÚtou mhtrÕj F…laj
™pˆ toà Phneioà œktise pÒlin F…lan.

Στέφανος Βυζάντιος

 

7,5 χιλιόμετρα νότια από το κάστρο Πλαταμώνα βρίσκεται ο λόφος Καραλή, που διασχίζεται σήμερα από το σύνορο Μακεδονίας-Θεσσαλίας. Σώζονται εδώ τείχος, τοίχοι, κεραμίδες και κεραμική ελληνιστικών χρόνων. Είναι αρχαίος οικισμός, ανεξερεύνητος, μία υποψήφια θέση για την αρχαία Φίλα, πόλη που ίδρυσε ο γιος του Αντίγονου Δημήτριος σε ανάμνηση της γιαγιάς του Φίλας.

Στο πρώτο πέρασμα μετά τον αρχαίο οικισμό στον λόφο Καραλή, εντοπίστηκαν δύο νέοι αρχαιολογικοί χώροι: η Πηγή Αθηνάς [Ζορμπάς] και τα Τρία Πλατάνια, με χρηματοδότηση από την ΠΑΘΕ και την ΕΡΓΟΣΕ.

 

Σκοτίνα

Σκοτίνα

 

Είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε ο παλιός οικισμός της Σκοτίνας, ΝΔ των αρχαίων Λειβήθρων. Ο Παρθένιος Κίτρους αναφέρει στις αρχές του 20ου αιώνα ότι το "χωρίον τούτο αριθμεί άνω των διακοσίων πεντήκοντα ετών". Δεδομένου ότι ο 17ος αιώνας υπήρξε περίοδος ανάπτυξης και σχετικής ηρεμίας, η ίδρυση της Σκοτίνας σε μία τόσο απομονωμένη θέση θα πρέπει να είναι παλιότερη.  Πιθανόν λοιπόν να ιδρύθηκε τα δύσκολα χρόνια του 16ου, του 15ου αιώνα, ή και παλιότερα. 

 

Η βασιλική του Αγίου Αθανασίου κτίσθηκε τον 17ο αιώνα. Πρόκειται για μονόκλιτη βασιλική με νάρθηκα και στοά στη νότια πλευρά, βορειοανατολικά του οικισμού, σε πλαγιά του Ολύμπου με κλίση 17%. Οι τρεις είσοδοι στον ναό [βόρεια, δυτική, νότια] αποτελούν σπάνιο τυπολογικό στοιχείο. Κτίσθηκε σύμφωνα με επιγραφή στην βόρεια είσοδο το 1656. Στο αρχικό κτίσμα ανήκουν ο κυρίως ναός και ο νάρθηκας. Στο κέντρο της στέγης του ναού υπάρχει φεγγίτης που αργότερα καταργήθηκε.

 

Ο ναός είναι κατασκευασμένος με ακατέργαστη πέτρα και χώμα ως συνδετικό υλικό. Οι τοίχοι έχουν πάχος 0,70 εκ. και αρμολογούνται εξωτερικά με κορασάνι.

 

Στην κόγχη, τον ανατολικό τοίχο και ένα μέρος του βόρειου χρησιμοποιήθηκε ασβεστοκονίαμα.  Πωρόλιθοι χρησιμοποιήθηκαν στην κόγχη του ιερού. Πολυγωνική εξωτερικά σχηματίζει πεντάπλευρο και φέρει κεντρικό παράθυρο από λαξευτό πωρόλιθο. Στις κόγχες της πρόθεσης και του διακονικού υπάρχουν από ένα παράθυρα αντιστοίχως.

 

Εσωτερικά είναι κατάγραφος σε πέντε ζώνες καθ΄ ύψος. Στο χαμηλότερο τμήμα υπάρχει διακοσμητική ζώνη που μιμείται ορθομαρμάρωση. Ακολουθεί μία ζώνη με κεφάλια αγίων και στη συνέχεια δύο ανώτερες ζώνες με σκηνές από την Παλιά και την Καινή Διαθήκη.

Το 1906 σε έκθεση του Δ. Σάρρου για την εκπαίδευση στον Καζά Κατερίνης η Σκοτίνα, η Δρυάνιστα, η Καρύτσα και η Λεπτοκαρυά αναφέρονται ως κεφαλοχώρια.

Οι κάτοικοι είναι ντόπιοι, σε ευθεία γραμμή τουλάχιστον από την εποχή Πλαταμώνα.  Μετακινήθηκαν το 1935-1955 στον οικισμό της νέας Σκοτίνας. Στο παλιό χωριό επιχειρήθηκε οριοθέτηση το 1987 και εγκαταλείφθηκε λόγω έλλειψης υποβάθρων. Χαρακτηρίσθηκε  παραδοσιακός οικισμός με ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης (ΠΔ της 17-2-1986 (ΦΕΚ 167Δ/7-3-86)

Από τις αρχές του αιώνα σώζεται  η ζωντανή περιγραφή του χωριού από τον Παρθένιο Κίτρους. 

 

 

Το χωρίον Σκοτίνα  [κεφαλοχώριον] 

«Το χωρίον Σκοτίνα είναι και τούτο εκ των ολίγων κεφαλοχωρίων της περιφερείας μας της οποίας, ως και αλλαχού εμνημονεύσαμεν, το έν τέταρτον είναι μετά των τριών κωμοπόλεων κεφαλοχώρια, τα δε λοιπά τρία τέταρτα περίπου τσιφλίκια.  Καθ΄ ημάς ωνομάσθη ούτω το χωρίον τούτο εκ των πολλών χονδρών μαλλίνων υφασμάτων [σκουτιών] τα οποία εις αρχαιοτέραν εποχήν εκ διαφόρων χωρίων των πέριξ μερών κατειργάζοντο εις τα πολλά νεροτριβεία αυτής, άτινα είχεν ως εκ των πολλών και αφθόνως κατερχομένων εκ των υψηλοτέρων μερών υδάτων. Αλλά και εις την υφαντουργίαν ήσαν επιδεδομένοι οι αρχαιότεροι κάτοικοι μαλλίνων και βαμβακερών υφασμάτων και άλλων μεν ειδών, ως επι το πλείστον όμως λευκών βαμβακερών προσοψίων, προμηθευόμενοι, ως φαίνεται, τα βαμβακερά νήματα εκ της νοτιοανατολικής αυτού και επί της δυτικής πλευράς του Κισσάβου εν τη περιφερεία Λαρίσης κειμένης κωμοπόλεως Αμπελάκια, εν η ήκμαζον τότε τα εν τοις νηματουργίοις αυτής κατασκευαζόμενα περιώνυμα νήματα. Αλλά και οι κάτοικοι Σκοτίνης παρήγαγον βάμβακα επιδεδόμενοι τότε και εις την βαμβακοφυτείαν.

Το χωρίον τούτο τυγχάνει η γενέτειρα πατρίς του μακαριωτάτου αειμνήστου Πατριάρχου Αλεξανδρείας κ. Καλλινίκου, όστις και τον νυν υπάρχοντα μεγαλοπρεπή βυζαντινού ρυθμού Ιερόν ναόν του χωρίου επ΄ ονόματι της Κοιμήσεως Θεοτόκου ιδίαις δαπάναις έκτισε, και κληροδότημα προς συντήρησιν Δημοτικού Σχολείου εν τω χωρίω τουτω, τη πατρίδι αυτού κατέλειπεν.

 

Η Σκοτίνα κείται εις υψηλότερον και του Παντελεημόνου μέρος, επί της νοτιοανατολικής οροσειράς των υπωρειών του κυρίως Ολύμπου, και επί της δυτικής πλευράς φάραγγος, δασώδους και πλήρους πεύκων και οξειών, εξ ής οράται ο Θερμαϊκός μετά της Χαλκιδικής, αναβρυούσης δε πανταχόθεν ύδατα πόσιμα, εύγεστα, ελαφρά, ψυχρότατα και υγιεινά.

 

Αρχεται δε η φάραγξ αύτη από των κορυφών του τερπνοτάτου δασώδους οροπεδίου, επί του οποίου ευρίσκεται η περιώνυμος βρύσις του Κατή, εντός της οποίας και κατά Ιούλιον και Αυγουστον μήνα δεν δύναταί τις πλείον του ενός λεπτού να συγκρατήση την χείρα αυτού, ως εκ του μεγάλου ψύχους του ύδατος αυτής, και αφικνείται κατερχομένη μέχρι των παρά την θάλασσαν γαιών του χωρίου, τρίωρον διάστημα περιλαμβάνουσα.  

 

Ο ευρισκόμενος επί του προμνησθέντος δασώδους οροπεδίου τούτου ένθα η βρύσις του Κατή, εάν θελήση να αναβή τον νοτιοανατολικώς αυτής κείμενον λόφον, Κλαρί υπό των περιοίκων λεγόμενον και εις ύψος ημισείας έτι ώρας κείμενον, θα ίδη εκτυλισσόμενον προ αυτού νοτίως το θελκτικόν θέαμα ολοκλήρου της πεδιάδος της Λαρίσης μετά της πόλεως και των χωρίων διεσπαρμένων εν αυτή, καθώς και τον Πηνειόν ποταμόν μεγαλοπορεπώς εκτυλισσόμενον εν ταις αγκάλαις της πεδιάδος ταύτης, και εις το αριστερόν τω εισερχομένω σκέλος του Θερμαϊκού εκχυνόμενον.

 

Η Σκοτίνα απέχει του Παντελεημόνου δίωρον προς δυσμάς αυτού και έχει το Παντελεήμονον εκ δεξιών και προς ανατολάς αυτής, και την Ιεράν Μονήν των Κανάλλων εξ αριστερών προς δυσμάς, δίωρον μακράν αυτής κειμένην εντός ετέρας φάραγγος των νοτιοδυτικών υπωρειών του Ολύμπου, εν τη οποία τον χειμώνα σχηματίζεται ο ορμητικότατος ποταμίσκος Συς Ζλιάνα καλούμενος, όστις τον χειμώνα πνίγει και ζώαι και ανθρώπους απροσέκτους, συμπαρασύρων αυτούς προς τον Θερμαϊκόν, όπου χύνεται εκ δυσμών ορμώμενος. 

 

Βορειοδυτικώς αυτού το χωρίον Σκοτίνα έχει προς τα αριστερά το γείτον χωρίον Λεπτοκαριά, τρίωρον τούτου απέχον και επί των νοτιοανατολικών υπωρειών του Ολύμπου κείμενον, αντικρύ δε του Θερμαϊκού κόλπου επι χωματώδους λόφου υπό δασωδών ορέων περιβαλλομένου ευρισκόμενον.

 

Αι επί της παρά την θάλασσαν και την σκάλαν Σκοτίνης πεδιάδος κείμεναι καλλιεργήσιμαι γαίαι του χωρίου τούτου Σκοτίνας, αι εκ των άνωθεν διά του χωρίου από δυσμών ρεόντων υδάτων ποτιζόμεναι, κείνται περί το δίωρον διάστημα βορειοανατολικώς του χωρίου μακράν, διάστημα όπερ είναι κατωφερές κατά την από του χωρίου μετάβασιν των κατοίκων και ανωφερές κατά την επάνοδον, και διά τούτο λίαν κοπιώδες. Ενεκα τούτου οι Σκοτινιώται, εκεί παρά τα καλλιεργησίμους αυτών γαίας επί λοφίσκων πλησίον του αρχαίου Ηρακλείου, έχουσιν ιδρύσει ιδίας οικίας, Καλύβια Σκοτινιώτικα επιλεγομένας, εις άς παραμένουσιν οι πλείστοι οικογενειακώς κατά τας εργασίμους ημέρας και δη οι άρρενες, αναβαίνοντες ή μάλλον αναρριχώμενοι εις το χωρίον αυτών κατά τας εορτασίμους της εβδομάδος ημέρας.

 

Εν γένει οι Σκοτινιώται δεν φαίνονται φίλα φρονούντες τόσον προς την γεωργίαν, ην εξ ανάγκης μάλλον και ουχί εξ αγάπης όπως άλλοι χωρικοί εξασκούσι μετά της κτηνοτροφίας αιγοπροβάτων και βοών, όσον φαίνονται κλίνοντες προς την βιοτεχνίαν και τον κερδώον Ερμήν.

 

Διά τουτο δε πλείστοι εξ αυτών εξεπατρίσθησαν εν τη ξένη αναδειχθέντες εν τοις γράμμασι, τη βιοτεχνία και των κερδώω Ερμή.  Εν συνόλω όμως είναι φιλόπονοι και εργατικοί, φιλιοπάτριδες, φιλόστοργοι οικογενειάρχαι και ευλαβείς και φιλόθρησκοι, συντηρούντες τρεις ιερεις συμπατριώτας αυτών, ων ο εις εν παρηκμακυία ηλικία προ ολίγου κατέφυγεν εις την πατρίδα αυτού εκ της περιφερείας Ελασσώνος ορμηθείς. Είναι δ΄ούτοι ο παπα-Αθανάσιος Πινακίδης οικονόμος, ο παπα Χριστος Γκανάκης σακελλάριος και ο παπα Αθανάσιος Ζιώγας.  Διατηρούσιν επίσης οι ευσεβείς Σκοτινιώται μετά του κυρίως ιερού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και τέσσερα εξωκκλήσια, το του Αγ. Αθανασίου, του Αγ. Γεωργίου, του Αγ. Νικολάου και του Αγ. Θαλελαίου.

 

Το χωρίον τούτο έχει κλίμα ευκραές, ευήλιον και ευάερον αλλά και ολίγον υγρόν, ως εκ της θέσεως εν ή κείται, αποτελείται εξ ενενήκοντα περίπου διωρόφων οικιών λιθοκτίστων, και πεντακοσίων περίπου κατοικιών χριστιανών ορθοδόξων, ελληνοφώνων απάντων, εξασκούντων το επάγγελμα του γεωργού δημητριακών και κτηνοτρόφου αιγοπροβάτων, βοών και χοίρων, ης το ονομαστόν της Σκοτίνης ελαιόλαδον.

 

Πολλοί όμως εκ των κατοίκων είναι αγωγείς μεταφέροντες διά των ημιόνων αυτών την εκ των άνωθι του χωρίου αυτών δασών εξαγωμένην εμπορικήν ξυλείαν εις την θάλασσαν, τρίωρον του χωρίου απέχουσαν, όπου εν τη ομωνύμω του χωρίου σκάλα τα ιστιοφόρα πλοία παραλαμβάνουσον αυτήν διά την Θεσσαλονίκην ή δι άλλα μέρη.

Ο αείμνηστος εκείνος Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Καλλίνικος, ο μέγας του χωρίου τούτου ευεργέτης, ο εκ Σκοτίνης, διορατικώτατα διιδών, ότι το χωρίον τούτο διά να ευδοκιμήσει και προοδεύσει έδει να μετατοπισθεί και κατέλθει εκ του δυσπροσίτου υψηλού μέρους εις ό εκτίσθη προς τα κάτω, προς την θάλασσαν, και παρά ταις καλλιεργησίμοις και ευφόροις γαίαις αυτών, όπου νυν ευρίσκονται τα λεγόμενα Σκοτινιώτικα Καλύβια του χωρίου, επρότεινεν αυτοίς τότε, επισκεφθείς την πατρίδα αυτού, να δαπανήσει αφ΄εαυτού ίνα ανοικοδομηθώσιν αι οικίαι αυτών εις το χαμηλότερον τούτο μέρος, εις το οποίον να μετακομισθώσιν οικογενειακώς και κατοικήσωσι διά παντός. Πλήν οι πρόγονοι των σημερινών Σκοτινιωτών και σύγχρονοι τω αοιδίμω εκείνω Πατριάρχη δεν εδέχθησαν να εγκαταλείψωσι τα ψυχρότερα του μέρους τούτου ύδατα και τον καθαρώτερον αέρα, προτιμήσαντες να πένωνται ή να κατοικήσωσιν εις τα υποδειχθένατα αυτοίς χαμηλότερα μέρη.

 

Και κατ΄εκείνην μεν την εποχήν ίσως υπήρχε και ο λόγος της ασφαλείας εκ των διερχομένων διά Λάρισαν και Θεσσαλονίκην αλβανικών και λοιπών τουρκικών στρατιωτικών στιφών, άτινα διερχόμενα διήρπαζον και κατέστρεφον τότε τα επί των παραλίων χριστιανικά χωρία, όστις νυν Θεού ευδοκιμήσαντος εξέλιπε. Διά τουτο δε θάττον ή βράδιον οι κάτοικοι του χωρίου τούτου θ΄αναγκασθώσι προς βελτίωσιν της θέσεως αυτών να μεταφέρωσιν έστω και δια τον χειμώνα μόνον τας οικογενείας και εν γένει την κατοικίαν αυτών εις το υπό του αειμνήστου Πατριάρχου υπποδειχθέν μέρος , όπου και οι ελαιώνες αυτών, όπερ ήρξαντο ήδη πολλοί εκ των κατοίκων από τούδε να πράττωσι, μάλιστα μετά την δίοδον της σιδηροδρομικής γραμμής διά των γαιών και παρά την σκάλαν του χωρίου αυτών.

 

Οι Σκοτινιώται ιδίας δαπάναις και διά των περισσευμάτων του ταμίου του ιερού αυτού ναού διατηρούσι Δημοτικήν Σχολήν περιλαμβάνουσαν περί τους εξήκοντα μαθητάς άρρενας και θήλεις.  Καί έχουσι μεν ίδιον κοινοτικόν σχολικόν κτίριον παρά τον ιερόν ναόν, εσχάτως όμως εφιλοτιμήθησαν να κτίσωσι ευρυχωρότερον τοιούτον εν άλλη θέσει πλην δυστυχώς δεν κατώρωσσαν έτι να αποπερατώσωσι το αρξάμενον ήδη έργον ελλείψει χρημάτων.

 

Πολλοί εκ των κατοίκων του χωρίου τούτου, ανωτέρας μορφώσεως και προόδου και μέλλοντος εν γένει εφιέμενοι, κατέφυγον εις την ξένην, οπου και ανεδείχθησαν εν τοις γράμμασι, ταις τέχναις και των εμπορίω, πολλοί δ΄εξ αυτών διέπρεψαν και των κληρικώ σταδίω. 

Το χωρίον τούτο αριθμεί άνω των διακοσίων πεντήκοντα ετών.

 

Σημ.  Αι αρχαιότερα ιεραί εικόνες των ιερών ναών του χωρίου είναι προ 150 ετών.»

 

Πλαταμών

 

 Πλαταμών 

 

Κομβική θέση σε όλη την περιοχή είναι ο λόφος του Πλαταμώνα. Το 1816,  ο περιηγητής Clarke τον ταύτισε με το Ηράκλειο, νοτιώτερη πόλη της Πιερίας ως την ίδρυση της Φίλας.  Η ταύτιση επαναλήφθηκε αργότερα από τον Heuezey που εκτός των κιόνων και λοιπών αρχιτεκτονικών που αναφέρονται ότι καταστράφηκαν τα νεώτερα χρόνια, είδε  μία ανάγλυφη στήλη, μία ενεπίγραφη βάση Μενάνδρου "πολύ καλής εποχής" και κυρίως τμήμα αρχαίου τείχους  χαμηλά στον λόφο. Οδηγήθηκε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι το οχυρωμένο Ηράκλειο ήταν μεγαλύτερο από τον βυζαντινό Πλαταμώνα.  

 

Ωστόσο το όνομα είναι Πλαταμών αρχαιότατο, και μάλιστα ομηρικό. aÙt¦r œpeita ErmÁj carmÒfrwn erÚsato piona œrga leiJ epˆ platamξni λέει ο ομηρικός ύμνος στον Ερμή.  Σηματοδοτεί έναν λείο βράχο που περιβάλλεται ή καλύπτεται με νερό. Ο βυζαντινός Πλαταμών λοιπόν δεν θα μπορούσε παρά να είναι και ένας  αρχαίος πλαταμών,  μία “έφαλος πέτρα”, “λεία”, “ταπεινή, περί ής πλατύνονται τα κύματα”, ο βράχος δηλαδή του  κάστρου, μοναδική "πλαταμώδη άκρα" του Ολύμπου στην θάλασσα. Το Ηράκλειο λοιπόν θα μπορούσε να εκτείνεται και πέραν του συγκεκριμένου λόφου οπότε ο λόφος του Κάστρου θα ήταν ο πλαταμώνας του.

Κλαύδιος Πτολεμαίος, "Γεωγραφία" έκδοση M&G Trechsel, Λυών 1535. Χάρτης της Νέας Ελλάδος, Ξυλογραφία.  Ο Πλαταμών αναφέρεται ως Platomor. [Από το βιβλίο Χάρτες και Γκραβούρες της Μακεδονίας, Δήμος Θεσσαλονίκης, 1992.]

 

Το όνομα Πλαταμών εμφανίζεται πρώτη φορά το 1193, σε βενετικό χειρόγραφο [Plathenea].  Το 1198 αναφέρεται επίσκεψις  Πλαταμώνος σε χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ, με το οποίο παραχωρήθηκαν εμπορικά προνόμια στους Βενετούς.  Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Φράγγους ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός παραχώρησε τον Πλαταμώνα με την περιοχή του από το Λιτόχωρο ως τον Πηνειό στον Rolando Piscia.   Το 1218-24πΧ. ο "υπερνεφής" Πλαταμών, "το κατά κύκλον τούτο περιγεγραμμένον πολίχνιον" απαλευθερώθηκε από τον ηγεμόνα της Ηπείρου Θεόδωρο Α Κομνηνό Δούκα.

 

Από το 1373 που άρχισαν οι επιδρομές των Τούρκων στη Μακεδονία, ως το 1396, που οι τελευταίοι εισέβαλαν στη Θεσσαλία, η περιοχή πρέπει να είχε καταληφθεί από τους Τούρκους.  Το 1425 ωστόσο, ο Πλαταμών πυρπολήθηκε και ανακαταλήφθηκε από τον βενετό αμιράλη Michiel. Ο Βενετός ναύαρχος έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές στη Θεσσαλονίκη και ο κυβερνήτης Pietro Zeno έγραφε στον αδελφό του:

"Οι Τούρκοι δεν θέλησαν να παραδοθούν, γιαυτό και ο ναύαρχος μας τους στέλνει τον ευγενή Piero Zen, του ποτε Carlo, με δύο πλοία, ενώ στα άλλα βρισκόταν, όπως λένε, ο Marco Bembo, του ποτε Zane, καθώς και ο Φραγκίσκος Cocho, οι οποίοι πήραν καλή θέση και χτύπησαν το κάστρο.  Οι πολιορκημένοι και πάλι δεν θέλησαν να παραδοθούν χρησιμοποιώντας μεγάλες ποσότητες πίσσας για την άμυνα τους.

Οταν οι δικοί μας πήραν την πρώτη πόρτα της εισόδου του κάστρου αυτού, τότε οι στρατιώτες μας όρμισαν μέσα στον δεύτερο περίβολο  και επειδή οι Τούρκοι δεν ήθελαν να παραδοθούν, τότε οι δικοί μας άναψαν φωτιά από κάτω, έτσι που κάηκαν στο επάνω μέρος όλοι οι διάδρομοι με τους προμαχώνες, ενώ πάνω από 100 Τούρκοι έπαθαν ασφυξία και κάηκαν.  Πολλοί άλλοι ρίχτηκαν κάτω από το κάστρο και πολλοί πνίγηκαν.

Έπειτα οι δικοί μας πήραν το κάστρο με όλον τον τόπο ασφαλή και σίγουρο.  Έπειτα επιδιόρθωσαν το φρούριο και το έφτιαξαν καλύτερο από ότι ήταν πριν.  Μ΄ αυτόν τον τρόπο θέλησε ο θεός να δώσει τη νίκη εναντίον των εχθρών μας των Τούρκων.

Μάθε ακόμη ότι τα δύο αυτά μέρη [Κασσάνδρεια και Πλαταμώνας] είχαν μεγάλη σημασία για τη γη της Θεσσαλονίκης και εμπόδιζαν τους δικούς μας να κινηθούν έξω.

Αυτά είχαμε για το γράμμα σου, που μας έστειλες εδώ και δύο μήνες, από τις 5 Ιουνίου ως τις 15 Αυγούστου 1425."

 

Οι Βενετοί κατείχαν το κάστρο τουλάχιστον ως το 1427 που αναφέρεται απόδραση καταδίκων από το κάστρο Πλαταμώνος, ακόμη στα χέρια των Φράγγων. Μεταξύ τους και ένας από την οικογένεια των Aποκαύκων, συνεργάτης των Τούρκων. Δεν σώθηκε η πληροφορία πότε οι Τούρκοι ξαναπήραν το κάστρο. Από τον 16ο αιώνα, τουλάχιστον, αρχίζει μαζί με το λιμάνι του Κίτρους [Πόρτο-Κιρ] να αναφέρεται στους ευρωπαϊκούς χάρτες και πορτολάνους.

 

Μία πρώτη περιγραφή της ευρύτερης περιοχής σώθηκε χάρη στην πολύτιμη διαθήκη του Ομέρ γιου του Τουραχάν [τοπάρχη και κατακτητή της Θεσσαλίας] το 1484. Αναφέρει παλιά τοπωνύμια και για πρώτη φορά ένα  χάνι έξω από το κάστρο του Πλαταμώνα:  Ιδρύει ένα κελί για τους διαβάτες κοντά στο κάστρο και προσφέρει τα έξοδα για τη συντήρηση του κελιού: 3 ασημένια άσπρα κάθε μέρα για τον ιμάμη, 3 για τον σεΐχη, 1,5 για τον φούρναρη, 12 για το κρέας κα. Αναφέρει επίσης

"το σύνολο των μύλων των κειμένων επί του ποταμού Πέτρας εν τω χωρίω Σιεφταλί [Κυδωνιές] επί του ύδατος Τσιαναρλί πλησίον του φρουρίου Πλαταμώνος και αγορασθέντος παρά της γυναικός της καλουμένης θυγατρός του Τσαούση κατοικούσης εν τω τμήματι Τρικάλων"

 

Το 1599, ο V. Gradenigo, σε πολύτιμη επιστολή του, αναφέρει στην περιοχή του Πλαταμώνα ένα καραβάν σεράγι [πιθανόν το κελί  για τους διαβάτες του Ομέρ] αλλά και έναν μπέη, εγκατεστημένο στο κάστρο, που χρησιμοποιεί δολοφόνους-ληστές των περαστικών.  Οι Τούρκοι μάλιστα είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν Έλληνες για την επιβολή της τάξης.

 

"Εν τω μεταξύ κατέφθασε και ο μπέης μαζί με δολοφόνους και ένα γενίτσαρον.  Ένας απ΄αυτούς, έφιππος, ήρχισε να μας επιτίθεται με ένα κοντάρι.  Την στιγμήν εκείνην έφθασεν ο καδής, προσκληθείς παρά του καπιτζή, με 50 Ελληνας, και θελήσας να εισέλθει εις το καραβάν σεράγι, όπου ήσαν οι δολοφόνοι, ημποδίσθη απ΄αυτούς, οι οποίοι κατέλαβαν θέσεις προ της πύλης, κρατούντες δρεπανοειδή σπαθιά.

Τότε ο καδής διέταξε τους Ελληνας να επιτεθούν κατ΄αυτών και να τους συλλάβουν ή ζωντανούς ή νεκρούς και όντως με λιθάρια και "μπαστούνια" καίτοι οι δολοφόνοι ήσαν ένοπλοι, έκαμον με ανδρείαν το καθήκον των και επλήγωσαν και τους δεκα, και κατ΄εντολήν του καδή τους συνέλαβαν και έδεσαν δύο εξ αυτών, ως και τον γενίτσαρον.  Τον μπέην όμως δεν τον επείραξαν.

Εγινεν αμέσως η δίκη, και εκ των τριών ο μεν εστάλη εις τον πύργον, όπου θα τον εκρεμούσαν το επόμενον πρωί, τον δεύτερον κατεδίκασν εις 200 ραβδισμούς εις τα πέλματα των  ποδών και τον ερράβδισαν παρουσία μου και τέλος τον τρίτον, επειδή ήτο γενίτσαρος, τον έφεραν εδώ εις την Θεσσαλονίκην, έως ότου έλθη διαταγή από την Κωνσταντινούπολιν, διότι ως γενίτσαρος δεν ημπορεί να δικασθεί από άλλον εκτός από τον αγάν των γενιτσάρων.  Αλλ΄ ο καδής έκαμε μίαν δριμυτάτην κα' αυτού καταγγελίαν εις την Υψηλήν πύλην, εν τη οποία τον επονομάζει πλανόδιον δολοφόνον..

Αυτά εξετυλίχθησαν εις διάστημα τριών ωρών".

 

Ο 17ος αιώνας φαίνεται ότι ήταν μία ασφαλέστερη εποχή. Το 1641-42 μάλιστα μπορούσαν να γίνονται και φιλοδυτικά κηρύγματα από τον Κωνσταντίνο Λογοθέτη στους "βυθισμένους στην αμάθεια" κατοίκους του Πλαταμώνα. Ετσι, το 1669 ο οικισμός του Πλαταμώνα εκτείνεται και έξω από το κάστρο, η Σκοτίνα εμφανίζεται στην ιστορία με τον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου [1656]  και κτίζεται η Αγία Σολομωνή στο Λιτόχωρο.

 

Ο Robert de Dreux  αναφέρει ότι αυτή την εποχή [1669] ο Πλαταμών ήταν μικρή πόλις με υπέροχα και πηγαία νερά στην παραλία.  Απέναντί του είχε τη βρύση του Φαίκ και κάτω στην ακρογιαλιά το επίνειο. Ο συνοικισμός κάτω από το κάστρο ήταν η έδρα του επισκόπου. 

 

Την ίδια εποχή [1661-1714] ο Μελέτιος αναφέρει τοπωνύμια της νότιας Πιερίας: το Λυκοστόμιο ως κοινότερο όνομα του Λύκου Πεδίου στα Τέμπη, τον Πλαταμώνα ως πολη πού ήταν παλιά Μοναστήρι με το όνομα Πλατέα Μονή, τον Φάρυβον   [Βαφύρας] το Δίον "πόλις ποτε και Κολώνεια, ήτις τα νυν Σταδιά καλείται, καίτοι ερείπιον".

 

Τα τοπωνύμια αυξάνονται τον 18ο αιώνα. Σε Χρυσόβουλλο του  1730 αναφέρονται ο Πλαταμών, το Λιτόχωρο και "η χώρα Αμπαρνίτσα μετα του παρεκκλησίου των Αγίων Θεοδώρων". Το Λιτόχωρο αναφέρεται ως ιδιοκτησία της μονής Ολυμπιωτίσσης.  Η Συνοδική Πράξη του 1772 προσθέτει και νέα στοιχεία: στον Πλαταμώνος υπάγονταν το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, [Μονή Αγίου Διονυσίου] το μετόχι του που ονομάζεται Σκάλα, "και τα κελιά πασών των καλογραιών των απακειμένων εν τη αυτή εκκλησία".   Τον επόμενο αιώνα  [1835] αναφέρεται και η Λεπτοκαρυά.

 

Στις αρχές του 18ου αιώνα [1706] ο Πλαταμών εξακολουθούσε να αναφέρεται [P. Lucas] ως οχυρή θέση. Το ίδιο και το 1715 [Κων. Διοικητής].  Αναφέρεται ψηλά η πυριτιδαποθήκη και πιο πέρα μια βαθειά χαράδρα με  δρόμο καλντεριμωμένο που οδηγούσε  στη θάλασσα.  Αναφέρεται επίσης και η φυλακή του κάστρου.  Ο 18ος όμως αιώνας ήταν μία εποχή ταραχών και συγκρούσεων. Μέσα στον αιώνα οι κλέφτες δραστηριοποιήθηκαν στον Ολυμπο και με την τελειοποίηση των πυροβόλων η σημασία του κάστρου άρχισε να μειώνεται και η πόλη να παρακμάζει. Αυτή φαίνεται ότι είναι η εποχή που άρχισε να δημιουργείται το Παντελεήμονον από κατοίκους Πλαταμώνα στον Ολυμπο, μία ώρα απόσταση από το κάστρο.

 

Φιρμάνι του 1765 κατήγγειλε καπεταναίους από τον Πλαταμώνα και την Ελασσόνα που παρακινούσαν τους ραγιάδες σε ανταρσία ζητώντας  να διωχθούν οι φύλακες από τα στενά.  Πρώτος αναφέρεται ο καπετάν Σαλαμούρας από τον Πλαταμώνα.   Ακολούθησε η Επανάσταση του 1770  όπου μετείχε και ο Λάζος του Ολύμπου.  Οι οπλαρχηγοί κυριαρχούσαν στην περιοχή από την Εδεσσα ως τα Τρίκαλλα. Το 1773 ο γιος του Λάζου Γιάννης πήρε  τον Πλαταμώνα γεγονός που καταγράφηκε και στα δημοτικά τραγούδια:

"Τσάρας παίρνει την Ράψανη, Γιάννης τον Πλαταμώνα"

"Και το μικρό Λαζόπουλο πήρε τον Πλαταμώνα"

 

Το 1775 ο Αλή Πασάς επέκτεινε την κυριαρχία του μέχρι και την Πιερία, μετατρέποντας σε τσιφλίκια πολλά από τα κεφαλοχώρια. Πολλοί από τους κλέφτες του Ολύμπου θα κατέφυγαν τότε στην πειρατεία. Έτσι, το 1779 σε επιστολή βενετού πρέσβη αναφέρεται πειρατία με ορμητήριο τον Πλαταμώνα, του οποίου οι δημογέροντες κατηγορούνται ότι γνωρίζουν που βρίσκονται τα κλοπιμαία.  

 

Ο 19ος υπήρξε ο αιώνας επαναστάσεων και χολέρας. Γύρω στα μέσα του [1845-79] η έδρα επισκοπής Πλαταμώνος είχε μεταφερθεί  στη Ραψάνη, του Κίτρους στον Κολυνδρό, το Κίτρος ήταν ερείπιο και το κάστρο του Πλαταμώνα εγκατελειμένο. 

 

Υπήρξε όμως και ο αιώνας των ευρωπαίων επιστημόνων με την κλασσική παιδεία που παρόλες τις δυσκολίες επισκέπτονταν την χώρα και κατέγραφαν την ιστορία της. 

Στην αρχή ακριβώς του αιώνα, το 1801 ο  Άγγλος περιηγητής Clarke έφτασε στην περιοχή.  Αναφέρει μία τουρικική φρουρά στο κάστρο του Πλαταμώνα και ένα μικρό πανδοχείο στο μικρό χωριό κάτω από το κάστρο.  Το πανδοχείο δεν αποκλείεται να βισκόταν στην ίδια θέση με το αναφερόμενο από το 1484 στη  διαθήκη του Ομέρ, γιου του Τουραχάν, κελλί για τους διαβάτες  και με το αναφερόμενο το 1599 από τον V. Gradenigo καραβάν σεράγι.   Μέσα και έξω από το πανδοχείο υπήρχαν κίονες, αναποδογυρισμένα δωρικά κιονόκρανα, σαρκοφάγος κα., που δεν αποκλείεται να προέρχονταν από την κατοικία του επισκόπου. Ο Clarke ταύτισε πρώτος τον Πλαταμώνα με το Ηράκλειο και δημοσίευσε εικόνα της περιοχής.

 

Το 1813 έφτασε στον Πλαταμώνα ο A. Lutteroth-Linnich.  Το χωριό κάτω από τον Πλαταμώνα ήταν ερειπωμένο εξαιτίας της χολέρας και οι δρόμοι του στρωμένοι με   πτώματα.  Οι κάτοικοι είχαν προφανώς όλοι μεταφερθεί στο Παντελεήμονον.

 

Το 1826, ο Pouqueville αναφέρει τον Πλαταμώνα ως έδρα βοεβόδα και επισκόπου αλλά το κάστρο του παραμελημένο, χωρίς προτειχίσματα, με 150 ξύλινα τουρκικά οικήματα στο εσωτερικό του κάστρου που εύκολα μπορούσαν να πυρπολυθούν.    Στο λιμάνι του οδηγούσε ένα μικρό, κατάφυτο στενό.  Τρία χρόνια αργότερα το 1829, ο Γάλλος περιηγητής Beaujour έγραφε:

"Η σημασία του φρουρίου αυτού που το θεωρούν σαν το κλειδί της Μακεδονίας έχει παρεξηγηθεί και θα ήταν ανώφελο να το ξανακτίσουν επάνω σε νέο σχέδιο γιατί δεσπόζετε από τα κοντινά υψώματα από όπου θα μπορούσε να χτυπηθεί με επιτυχία.  Στο εσωτερικό του κάστρου βρίσκονται στριμωγμένα 100 περίπου ξύλινα σπίτια που σε μια πολιορκία θα εμπόδιζαν την άμυνα του"

 

Το 1839 ο Durand είδε τα ερείπια του πανδοχείου κάτω από το κάστρο του Πλαταμώνα και δεν αναφέρει χωριό.  Μέσα στο κάστρο υπήρχαν λίγα μόνο σπίτια.  Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο [1853-56] στο κάστρο του Πλαταμώνα υπήρχαν μόνο  5 παλιά κανόνια, 50 πυροβολητές και 32 Τούρκοι γεωργοί σε 16 σπίτια που τους θέριζε ο πυρετός  και καλλιεργούσαν τους γύρω αγρούς. 

 

Το 1886 ο Ν. Σχινάς έγραφε:

 

 

Λόφος Παπππού

 

 

 

 

Αγιος Θεόδωρος

Το οχυρόν είναι περίβολος βυζαντινός τετράγωνος πλευράς 150 μ. επί αποκρήμνου παραλίας, [άλλοτε πλατεία Μονή καλουμένη η θέσις αύτη εκ Μονής τινος] έχων κατά τας γωνίας τέσσαρες πύργους και

εν τω μέσω πύργον οκταγώνου διατομής και χωρητικότητα εν όλω 500 ανδρών. Υδρεύεται εκ της έξωθεν τούτου πηγής. Από των δυτικώς τούτου κειμένων υψωμάτων προσβάλλεται και διά των κοινών έτι τυφεκίων.  Μεσημβρινώς τούτου ρέει ορμητικός χείμαρρος, ίσως ο ποτε Ακύλας.

Η οδός παρερχομένη του Πλαταμώνος και βαίνουσα ομαλώς πάντοτε  παρέρχεται του Λόφου Παπππού, θέσις κειμένη δυτικώς 1/4 του Πλαταμώνος και προς το χωρίον Αγιον Παντελεήμονα, επικρατούσα της αμαξιτής οδού και της οποίας η κατάληψις αναγκάζει τον διαβάτην να τραπή ύπερθεν την δια του Αγίου Παντελεήμονος διερχομένην ημιονικήν οδόν. Μετά τον λόφον αυτόν, η οδός διέρχεται διαδοχικώς διά τριών χειμάρρων, ήτοι του της Λάκκας του Παππού [αρχ. Απίλα], του της Ζηλιάνας [αρχ. Συς],

[ούτος σχηματίζεται εκ τεσσάρων βραχιόνων, ων οι μεν δύο πρωτοι διέρχονται αρκτικώς του επί των κλιτύων του Ολύμπου χωρίου Σκοτίνας και διαχωρίζονται διά του αποτόμου βράχου του καλουμενου Καραβίδα, ο τρίτος πατρερχεται του μοναστηρίου των Καναλίων και καταφέρει τα ύδατα της επί του κάτω Ολύμπου πεδιάδος της Καρυάς και τέλος ο τέταρτος κατέρχεται εκ του οροπεδίου Μπεκτές] και του του Ιμβραίμ αυλάκι φέρει εις επίνειον του χωρίου Λιτοχώρου, Αγιον Θεόδωρον επίνειον του χωρίου Λιτοχώρου, έχων 4 ξύλινα χάνια χωρητικότητος 300 ανδρών, καύσιμον ξυλείαν πολλήν και πρόβατα πολλά.

 

 

Το 1896 αποβιβάστηκαν στη σκάλα του Πλαταμώνα το σώμα του Καπετάν Βερβέρα και στην σκάλα του Ελευθεροχωρίου το σώμα του Καπετάν Μπρούφα.  Αντάρτικα σώματα πέρασαν  από την ξηρά τα σύνορα, αφού τα ορεινά σύνορα του Συνεδρίου του Βερολίνου επέτρεπαν στις επαναστατικές και ληστρικές ομάδες να διαφεύγουν την καταδίωξη περνώντας τα σύνορα.  Το 1897 ο πλοίαρχος Κ. Σαχτούρης βομβάρδισε το κάστρο του Πλαταμώνα και ανάγκασε τους Τούρκους να το εγκαταλείψουν.  Ακολούθησε  ο πόλεμος του 1897 και η κάθοδος των Τούρκων από την Πιερία στην ελεύθερη Θεσσαλία.  Το κάστρο έμεινε ακατοίκητο και το οικοδομικό του υλικό άρχισε να χρησιμοποιείται για την ανοικοδόμηση νεότερων σπιτιών.

 

 

Μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922,  πρόσφυγες και κάτοικοι του Παντελεήμονα άρχισαν και πάλι να σχηματίζουν στην παραλία τον σημερινό Πλαταμώνα. Μετά τον πόλεμο και μέχρι την δεκαετία του 1960, όλοι οι Παντελεμονίτες [σε ευθεία γραμμή ντόπιοι από τον Πλαταμώνα, ίσως και από το Ηράκλειο] είχαν εγκαταλείψει το χωριό τους και επιστρέψει στην παραλία.  Για μία ακόμη φορά, είχαν τελειώσει οι βαρβαρικές κάθοδοι: τελευταία των ναζιστών, που στις 14-16 Απριλίου 1941 συγκρατήθηκαν από Νεοζηλανδικά στρατεύματα οχυρωμένα στο Κάστρο. 

Στο "ορεινό δασώδες και περίβλεπτον," κεφαλοχώρι [Ν.Σχινάς]  "έχον 70 οικίας, εκκλησίαν, χάνιον, φορτηγά 100-150, και ολίγας τροφάς" απέμειναν ελάχιστες οικογένειες κτηνοτρόφων και μερικοί καταστηματάρχες.  

 

 

Πούρλια

Πούρλια

 

Τα νεότερα χρόνια κύριος οικισμός στο Πιερικό τμήμα της περιοχής είναι οι N. Πόρροι.  Οι κάτοικοι είναι ντόπιοι, πιθανόν σε ευθεία γραμμή από την εποχή του Πλαταμώνος, ίσως και της Φίλας αν λάβει κανείς υπόψη τον μεγάλο αριθμό των  εγκατελειμένων οικισμών στην περιοχή. Παραδίδονται οι εξής [τουλάχιστον] αλλαγές θέσης πριν εγκατασταθούν στο σημερινό οικισμό: Τζέτζινι (Αγ. Αθανάσιος, υψόμ. 300 μ.], Παλιόχωρα (Άνω Πούρλια υψ. 1000μ.), και Παλιοί Πόροι το 1880 (Πούρλια υψ. 520μ.]  Για την "πορεία από σταθμού Ζορμπά προς τα επί των ανατολικών υπωρειών του Ολύμπου χωρία" ο Ν. Σχινάς γράφει:

 

 

"Τρία Πλατάνια

Αίγανη

Αβαρνίτσα

Πούρλια

 

Ανω Πούρλια

ωρ.

 

1 3/4

2 3/4

1/2

3 1/4

 

 

1

Ο ανατολικώτερος σταθμός της νέας οροθετικής γραμμής, απέχον της ακτής του Θερμαίου 8οο μ.  Από τούτου δε ανωφερής οδός, βαίνουσα εν αρχή δια παλιουργιών και μετά ταύτα διά κομάρων και άλλων θάμνων φέρει εις Αίγανην τσιφλίκιον εν τω ελληνικώ εδάφει....

Από τούτου οδός εισερχομένη εν τω οθωμανικω, ανωφερής και διερχομένη χειμάρρων και στενωπών φέρει εις τσιφλίκιον Αβαρνίτσαν εντός δάσους, έχον 20 πτωχάς οικίας εγκαταλειφθείσας. 

Εντεύθεν δε εις το χωρίον Πούρλια, τσιφλίκιον δασώδες εντός φάραγγος έχον 30 οικίας, αφθονίαν υδάτων και μαγαζείον προμηθευόμενον τα αναγκαιούντα εκ Θεσσαλονίκης, [πατρίδα του στρατηγού Περραιβού του συγγραφέως της ιστορίας του Σουλίου και Πάργας] Εαρινή έδρα οθωμ. λόχου. 

Απ΄αυτού δε εις Ανω Πούρλια εγκατελειφθέν χωρίον ορεινόν, επί οροπεδίου έχον 5-6 οικίας και εκκλησίαν

 

Κατατοπιστική και εξαιρετικά γλαφυρή είναι η περιγραφή της Πούρλιας [σημ. Ανω Πόρροι] από τον επίσκοπο Κίτρους Παρθένιο στις αρχές του αιώνα μας [βλ. στη συνέχεια]. Πρόκειται για παλιό οικισμό (1880) με 100 περίπου κτίσματα και αραιή δόμηση. Χαρακτηρίστηκε παραδοσιακός και καθορίστηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης (ΠΔ της 17-2-86, ΦΕΚ 167Δ/7-3-86). Ο καθορισμός ορίων έγινε με απόφαση Νομάρχη (ΤΠ 4726/10-6-86)

 

 

Το χωρίον Πούρλια [τσιφλίκιον]

 

Το χωρίον τούτο κείται παρά τα προ του 1912 ελληνοτουρκικά σύνορα, είναι δε το τελευταίον προς τα νοτιοανατολικά όρια της περιφερείας ημών χωρίον, καθόσον πέραν τούτου άρχεται η εκκλησιαστική περιφέρεια Λαρίσης. 

Καθ΄ημάς ωνομάσθη ούτως ή εκ του πόρος, δηλαδή πέρασμα, διάβασις, διότι κάτωθεν του χωρίου τούτου υπήρχον και υπάρχουσι πλείστα βαλτώδη μέρη και έλη παρά τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Παπαπουλίου, άτινα δύναταί τις να διέλθει κάμπτων και διερχόμενος διά των υπωρειών των λόφων του χωρίου Πούρλια, ίσως δε και εκ του πόρταξ, δηλαδή μοσχάριον, διότι επί του βαλτώδους τούτου μέρους ευδοκιμεί λίαν ο μόσχος και οι βόες εν γένει. 

Απέχει της έδρας Κατερίνης το χωρίον τούτο περί τας οκτώ ώρας διά ζώου φορτηγού και εύρηται εντός ευρείας χαράδρας των νοτιοανατολικών υπωρειών ιδίας οροσειράς του του Ολύμπου, περιρρεομένης πανταχόθεν υπό πλείστων διαυγεστάτων υδάτων πηγαζόντων εκ των πέριξ δασωδεστάτων λόφων.

Το χωρίον είναι τσιφλίκιον Τούρκου ιδιοκτήτου, περιέχον περί τας τεσσαράκοντα διωρόφους λιθοκτίστους οικίας, μετά διακοσίων περίπου κατοίκων, απάντων χριστιανών ορθοδόξων, ελληνοφώνων, ασχολουμένων εις την γεωργίαν και κτηνοτροφίαν.

Το χωρίον τούτο εις αρχαιοτέραν εποχήν έκειτο υψηλότερον προς δυσμάς εις θέσιν απέχουσαν ωριαίον διάστημα και καλουμένην νυν Παλιόχωρα επί ευφορωτάτης κοιλάδος.  Εκτείνεται δε ο χώρος των γαιών και δασών της Πούρλιας εκ δυσμών από της θέσεως Βρύση του Κατή μέχρι της θαλάσσης του Θερμαϊκού, ήτοι πεντάωρον περίπου διάστημα προς ανατολάς κατά μήκος, και εκ νότου προς βορράν κατά πλάτος, εκ του γείτονος χωρίου Αιγάνης και του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού Παπαπουλίου μέχρι του ετέρου γείτονος χωρίου Παντελεημόνου, ήτοι τρίωρον περίοπου διάστημα, κατέχων γαίας ευφορωτάτας και δάση λίαν προσοδοφόρα. 

Τα δημητριακά αυτών οι κάτοικοι και ιδίως τον αραβόσιτον σπείρουσιν επί των παρά την θάλασσαν και παρά τον Πλαταμώνα προς ανατολάς του χωρίου περί την ώραν απεχουσών ευφόρων γαιών, πανταχόθεν εκ των διαρκώς κατερχομένων πηγαίων υδάτων περιβρεχομένων, τα δε άλλα ακαλλιεργητα μέρη μεταχειρίζονται προς βοσκήν ως επί το πλείστον αιγοπροβάτων και βοών και χοίρων και ίππων.  Ονομαστός είναι ο εν Πούρλια παραγόμενος τυρός, καθώς και το βούτυρον.  Αλλά και η μελισσοκομία ενταύθα ευδοκιμεί, προ παντός δε η κτηνοτροφία.

 

Τους κατοίκους διακρίνει η ακραιφνής ευσέβεια και φιλοθρησκεία, η φιλοτιμία κα νομοτάγεια, το επειθές και ευάγωγον, η φιλεργία, το ήπιον ήρεμον και ειρηνικόν του χαρακτήρος, η προς την οικογένειαν αφοσίωσις, η φιλοξενία και ο προς αλλήλους σεβασμός, η φιλοπατρία και φιλογένεια, προ παντός δε ο διακαής αυτών πόθος προς εξαγοράν και απελευθέρωσιν του ωραίου αυτών χωρίον και μεταβολή αυτού από τσιφλικίου εις κεφαλοχώριον. 

 

Ασφαλές τεκμήριον της πατροπαραδότου ευσεβείας και φιλοθρησκείας αυτών είναι η προ ολίγων ετών γενομένη εκ βάθρων ανακαίνισις του σεσαθρωμένου παλαιού ιερού ναού αυτών του Αγίου Γεωργίου, ιδίαις της Κοινότητος αυτών δαπάναις, και η διατήρησις τριών εξωκλησίων, των Αγίων Αποστόλων, της Αγίας Τριάδος και Παναγίας.  Εχουσιν ένα ιερέα εκ του αυτού χωρίου καταγόμενον, τον Παπα Κωνσταντίνον Γκρέκαν, καλώς και διά της γεωργίας μετά των τέκνων αυτού συντηρούμενον.

 

Αλλά και εις την φιλομουσίαν διν καθυστέρησαν οι φιλότιμοι Πουρλιώται, καθόσον εκ των περισσευμάτων εκ του ιερού ναού και ιδίαις αυτών συνδρομαίς, διατηρούσιν από δεκαετιας Δημοτική Σχολήν εις ίδιον παρά τω ιερώ ναώ κοινοτικόν κτίριον μετά τριάκοντα περίπου μαθητών αρρένων και θηλέων.  Από τινος ήρξαντο οι φιλόμουσοι και φιλοπρόοδοι Πουρλιώται να κτίζωσι ωραίας και ευρυχώρους οικίας ασβεστοκτίστους και λιθίνας διωρόφους, καθόσον μέχρι τούδε απηγόρευεν αυτοίς τούτο ο Τούρκος ιδιοκτήτης.

 

Το χωρίον είναι εξ εκείνων τα οποία η πλεονεξία του τυράννου των Ιωαννίνων Αλή Πασά διά της βίας μετεποίησεν εις τσιφλίκια από κεφαλοχώρια, διανοουμένου και σχεδιάζοντος την από του Θερμαϊκού μέχρις Αδριατικού κατάληψιν και ίδρυσιν ιδίου βασιλείου αλβανικού ανεξαρτήτου του Σουλτάνου Κωνσταντινουπόλεως και περιλαμβάνοντος την κάτωθεν του Μαυροβουνίου χώραν των Γκέγκηδων Αλβανών μέχρι του Ταινάρου, δηλαδή ολόκληρον την Ηπειρον και Θεσσαλίαν, Στερεάν Ελλάδα και Πελοπόννησον προς νότον, καθώς και την Μακεδονίαν βορειοανατολικώς. 

 

"Ιδέτε τον Βεζύρη μας.  Σαν χρυσός αετός, με τα νύχια του σηκώνει όλην την Αρβανιτιά", έψαλλον οι Αλβανοί απεσταλμένοι του Αλή Πασά μεταβάλλοντες εις τσιφλίκια διά της βίας όλα τα καρποφόρα και προσοδοφόρα χωρία κατ΄εκλογήν. 

 

Ο ομώνυμος σιδηροδρομικός σταθμός μόλις απέχει της Πούρλιας περί την μίαν ώραν κάτωθι του χωρίου προς την θάλασσαν και προς ανατολάς αυτού.  Τον ξένον επισκέπτην του χωρίου τούτου, τον θέλοντα να απολαύσει γραφικοτάτης θέας και να θαυμάσει εκπάγλους φυσικάς καλλονάς, συμβουλεύομεν ν΄ανέλθει εις την περί την μίαν ώραν απέχουσαν του χωρίου προς δυσμάς υψηλότερον αυτού Παλιοχωραν και εκείθεν εις την θέσιν Προφήτη Ηλίαν, οπόθεν ορώνται ολόκληρος η πεδιάς Λαρίσης μετά της πόλεως ταύτης και του οφιοειεδώς κυλιομένου εν αυτή ποταμού Πηνειού, τα περιλάλητα Ιερά Τέμπη και όλα τα φυσικά θέλγητρα του πέραν άκρου από του Κισσάβου και εντεύθεν μέχρι των Ολυμπίων δασωδεστάτων οροσειρών, μετά των εις τα ορεινά και πεδινά μέρη εγκατεστημένων διαφόρων χωρίων λευκαζόντων. Θα περιλάβει δι ενός βλέμματος όλα ταύτα μετά του Αιγαίου και Θερμαϊκού κόλπου προς ανατολάς και βορράν, του Τσάγεζι και της από Λαρίσης νοτιοδυτικώς ερχομένης σιδηροδρομικής γραμμής, ήτις άπασαν την πεδιάδαν δια των Ιερών Τεμπών διασχίζει μέχρι Πλαταμώνος, και ήτις τον ελευθέρως ήδη εξ Αθηνών προς την Θεσσαλονίκην και Μακεδονίας εισβάλλοντα νεώτερον ελληνικό πολιτισμόν καταδεικνύει. 

 

Το χωρίον έχει και ιδίαν ακτήν [σκάλαν] ομώνυμον εν τη θαλάσση, όπου παρά τον σιδηροδρομικόν σταθμόν εστάθμευον και θα σταθμεύωσιν ιστιοφόρα πλοία προς φόρτωσιν ξυλείας και ξυλανθράκων, την επιλεγομένην Σκάλαν Πούρλιας.

Αριθμεί δε βίον το χωρίον εν τη θέσει εν η ευρίσκεται νυν περίπου εκατό ετών.   Μεταβαλλόμενον το χωρίον τούτο εις κεφαλαιοχώριον θ΄αυξήσει και προοδεύσει πολύ, διότι έχει όλα τα προς τούτο απαιτούμενα ζωτικά στοιχεία.

 

[Σημ.  Αι αρχαιότεραι σωζόμεναι ιεραί εικόνες των ιερών Ναών του χωρίου είναι 100-150 ετών].

 

Πίμπλεια

Πίμπλεια

 

Η Πίμπλεια, κώμη της περιοχής του Δίου, είναι γνωστή κυρίως χάρη στη σχέση της με τον ορφικό μύθο.  Από όλους τους γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους του Ολύμπου, πιο πιθανή φαίνεται η ταύτιση με έναν σημαντικό αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται βόρεια του χειμάρρου Κόρακα, εντός του Πεδίου Βολής Λιτοχώρου, ήδη σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένο από τις βολές των βαρέων αρμάτων του στρατοπέδου Λιτοχώρου.

 

 

 Η ευρύτερη περιοχή του Δίου

 

Στην παραολύμπια χώρα, η περιοχή των χειμάρρων Ξυδιά, Ουρλιά, Γαβρόλακκου και Αράπη, η περιοχή των νεκροταφείων τύμβων ΠΕΣ που αποσπασματικά ερευνήθηκαν.  

Ανατολικά και νότια της πόλης ο πλωτός στην αρχαιότητα  Βαφύρας και το Βαρικό: λίμνη και έλος στην αρχαιότητα.  Ο Λίβιος, βασιζόμενος στον Πολύβιο αναφέρει ότι η λίμνη του Βαφύρα εκάλυπτε τη μισή απόσταση από τη θάλασσα ως του πρόποδες του Ολύμπου, όπως περίπου και στην αεροφωτογραφία. 

Χάρη στον Βαφύρα, το Δίον αναφέρεται και ως λιμάνι.[1]

 

Σημειώσεις


[1]Βλ. Ψ.Σκύλαξ, Περίπλους, 66. Βλ. Παυσανία, 9, 30, 8: kaˆ Τnoma BafΪraj Άntˆ `Elikξnoj labλn k£teisin τιj q£lassan naus…poroj. toΰton oƒ Diastaˆ tΥn potamΥn ™pirre‹n di¦ pantΥj tΝ gΝ t¦ ™x ΆrcΑj fasi· Βλ. καιΛϊβιο 44,44,6,15: ostium late restagnans Baphyri amnis.