Πλαταμών

 

 Πλαταμών 

 

Κομβική θέση σε όλη την περιοχή είναι ο λόφος του Πλαταμώνα. Το 1816,  ο περιηγητής Clarke τον ταύτισε με το Ηράκλειο, νοτιώτερη πόλη της Πιερίας ως την ίδρυση της Φίλας.  Η ταύτιση επαναλήφθηκε αργότερα από τον Heuezey που εκτός των κιόνων και λοιπών αρχιτεκτονικών που αναφέρονται ότι καταστράφηκαν τα νεώτερα χρόνια, είδε  μία ανάγλυφη στήλη, μία ενεπίγραφη βάση Μενάνδρου "πολύ καλής εποχής" και κυρίως τμήμα αρχαίου τείχους  χαμηλά στον λόφο. Οδηγήθηκε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι το οχυρωμένο Ηράκλειο ήταν μεγαλύτερο από τον βυζαντινό Πλαταμώνα.  

 

Ωστόσο το όνομα είναι Πλαταμών αρχαιότατο, και μάλιστα ομηρικό. aÙt¦r œpeita ErmÁj carmÒfrwn erÚsato piona œrga leiJ epˆ platamξni λέει ο ομηρικός ύμνος στον Ερμή.  Σηματοδοτεί έναν λείο βράχο που περιβάλλεται ή καλύπτεται με νερό. Ο βυζαντινός Πλαταμών λοιπόν δεν θα μπορούσε παρά να είναι και ένας  αρχαίος πλαταμών,  μία “έφαλος πέτρα”, “λεία”, “ταπεινή, περί ής πλατύνονται τα κύματα”, ο βράχος δηλαδή του  κάστρου, μοναδική "πλαταμώδη άκρα" του Ολύμπου στην θάλασσα. Το Ηράκλειο λοιπόν θα μπορούσε να εκτείνεται και πέραν του συγκεκριμένου λόφου οπότε ο λόφος του Κάστρου θα ήταν ο πλαταμώνας του.

Κλαύδιος Πτολεμαίος, "Γεωγραφία" έκδοση M&G Trechsel, Λυών 1535. Χάρτης της Νέας Ελλάδος, Ξυλογραφία.  Ο Πλαταμών αναφέρεται ως Platomor. [Από το βιβλίο Χάρτες και Γκραβούρες της Μακεδονίας, Δήμος Θεσσαλονίκης, 1992.]

 

Το όνομα Πλαταμών εμφανίζεται πρώτη φορά το 1193, σε βενετικό χειρόγραφο [Plathenea].  Το 1198 αναφέρεται επίσκεψις  Πλαταμώνος σε χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ, με το οποίο παραχωρήθηκαν εμπορικά προνόμια στους Βενετούς.  Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Φράγγους ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός παραχώρησε τον Πλαταμώνα με την περιοχή του από το Λιτόχωρο ως τον Πηνειό στον Rolando Piscia.   Το 1218-24πΧ. ο "υπερνεφής" Πλαταμών, "το κατά κύκλον τούτο περιγεγραμμένον πολίχνιον" απαλευθερώθηκε από τον ηγεμόνα της Ηπείρου Θεόδωρο Α Κομνηνό Δούκα.

 

Από το 1373 που άρχισαν οι επιδρομές των Τούρκων στη Μακεδονία, ως το 1396, που οι τελευταίοι εισέβαλαν στη Θεσσαλία, η περιοχή πρέπει να είχε καταληφθεί από τους Τούρκους.  Το 1425 ωστόσο, ο Πλαταμών πυρπολήθηκε και ανακαταλήφθηκε από τον βενετό αμιράλη Michiel. Ο Βενετός ναύαρχος έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές στη Θεσσαλονίκη και ο κυβερνήτης Pietro Zeno έγραφε στον αδελφό του:

"Οι Τούρκοι δεν θέλησαν να παραδοθούν, γιαυτό και ο ναύαρχος μας τους στέλνει τον ευγενή Piero Zen, του ποτε Carlo, με δύο πλοία, ενώ στα άλλα βρισκόταν, όπως λένε, ο Marco Bembo, του ποτε Zane, καθώς και ο Φραγκίσκος Cocho, οι οποίοι πήραν καλή θέση και χτύπησαν το κάστρο.  Οι πολιορκημένοι και πάλι δεν θέλησαν να παραδοθούν χρησιμοποιώντας μεγάλες ποσότητες πίσσας για την άμυνα τους.

Οταν οι δικοί μας πήραν την πρώτη πόρτα της εισόδου του κάστρου αυτού, τότε οι στρατιώτες μας όρμισαν μέσα στον δεύτερο περίβολο  και επειδή οι Τούρκοι δεν ήθελαν να παραδοθούν, τότε οι δικοί μας άναψαν φωτιά από κάτω, έτσι που κάηκαν στο επάνω μέρος όλοι οι διάδρομοι με τους προμαχώνες, ενώ πάνω από 100 Τούρκοι έπαθαν ασφυξία και κάηκαν.  Πολλοί άλλοι ρίχτηκαν κάτω από το κάστρο και πολλοί πνίγηκαν.

Έπειτα οι δικοί μας πήραν το κάστρο με όλον τον τόπο ασφαλή και σίγουρο.  Έπειτα επιδιόρθωσαν το φρούριο και το έφτιαξαν καλύτερο από ότι ήταν πριν.  Μ΄ αυτόν τον τρόπο θέλησε ο θεός να δώσει τη νίκη εναντίον των εχθρών μας των Τούρκων.

Μάθε ακόμη ότι τα δύο αυτά μέρη [Κασσάνδρεια και Πλαταμώνας] είχαν μεγάλη σημασία για τη γη της Θεσσαλονίκης και εμπόδιζαν τους δικούς μας να κινηθούν έξω.

Αυτά είχαμε για το γράμμα σου, που μας έστειλες εδώ και δύο μήνες, από τις 5 Ιουνίου ως τις 15 Αυγούστου 1425."

 

Οι Βενετοί κατείχαν το κάστρο τουλάχιστον ως το 1427 που αναφέρεται απόδραση καταδίκων από το κάστρο Πλαταμώνος, ακόμη στα χέρια των Φράγγων. Μεταξύ τους και ένας από την οικογένεια των Aποκαύκων, συνεργάτης των Τούρκων. Δεν σώθηκε η πληροφορία πότε οι Τούρκοι ξαναπήραν το κάστρο. Από τον 16ο αιώνα, τουλάχιστον, αρχίζει μαζί με το λιμάνι του Κίτρους [Πόρτο-Κιρ] να αναφέρεται στους ευρωπαϊκούς χάρτες και πορτολάνους.

 

Μία πρώτη περιγραφή της ευρύτερης περιοχής σώθηκε χάρη στην πολύτιμη διαθήκη του Ομέρ γιου του Τουραχάν [τοπάρχη και κατακτητή της Θεσσαλίας] το 1484. Αναφέρει παλιά τοπωνύμια και για πρώτη φορά ένα  χάνι έξω από το κάστρο του Πλαταμώνα:  Ιδρύει ένα κελί για τους διαβάτες κοντά στο κάστρο και προσφέρει τα έξοδα για τη συντήρηση του κελιού: 3 ασημένια άσπρα κάθε μέρα για τον ιμάμη, 3 για τον σεΐχη, 1,5 για τον φούρναρη, 12 για το κρέας κα. Αναφέρει επίσης

"το σύνολο των μύλων των κειμένων επί του ποταμού Πέτρας εν τω χωρίω Σιεφταλί [Κυδωνιές] επί του ύδατος Τσιαναρλί πλησίον του φρουρίου Πλαταμώνος και αγορασθέντος παρά της γυναικός της καλουμένης θυγατρός του Τσαούση κατοικούσης εν τω τμήματι Τρικάλων"

 

Το 1599, ο V. Gradenigo, σε πολύτιμη επιστολή του, αναφέρει στην περιοχή του Πλαταμώνα ένα καραβάν σεράγι [πιθανόν το κελί  για τους διαβάτες του Ομέρ] αλλά και έναν μπέη, εγκατεστημένο στο κάστρο, που χρησιμοποιεί δολοφόνους-ληστές των περαστικών.  Οι Τούρκοι μάλιστα είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν Έλληνες για την επιβολή της τάξης.

 

"Εν τω μεταξύ κατέφθασε και ο μπέης μαζί με δολοφόνους και ένα γενίτσαρον.  Ένας απ΄αυτούς, έφιππος, ήρχισε να μας επιτίθεται με ένα κοντάρι.  Την στιγμήν εκείνην έφθασεν ο καδής, προσκληθείς παρά του καπιτζή, με 50 Ελληνας, και θελήσας να εισέλθει εις το καραβάν σεράγι, όπου ήσαν οι δολοφόνοι, ημποδίσθη απ΄αυτούς, οι οποίοι κατέλαβαν θέσεις προ της πύλης, κρατούντες δρεπανοειδή σπαθιά.

Τότε ο καδής διέταξε τους Ελληνας να επιτεθούν κατ΄αυτών και να τους συλλάβουν ή ζωντανούς ή νεκρούς και όντως με λιθάρια και "μπαστούνια" καίτοι οι δολοφόνοι ήσαν ένοπλοι, έκαμον με ανδρείαν το καθήκον των και επλήγωσαν και τους δεκα, και κατ΄εντολήν του καδή τους συνέλαβαν και έδεσαν δύο εξ αυτών, ως και τον γενίτσαρον.  Τον μπέην όμως δεν τον επείραξαν.

Εγινεν αμέσως η δίκη, και εκ των τριών ο μεν εστάλη εις τον πύργον, όπου θα τον εκρεμούσαν το επόμενον πρωί, τον δεύτερον κατεδίκασν εις 200 ραβδισμούς εις τα πέλματα των  ποδών και τον ερράβδισαν παρουσία μου και τέλος τον τρίτον, επειδή ήτο γενίτσαρος, τον έφεραν εδώ εις την Θεσσαλονίκην, έως ότου έλθη διαταγή από την Κωνσταντινούπολιν, διότι ως γενίτσαρος δεν ημπορεί να δικασθεί από άλλον εκτός από τον αγάν των γενιτσάρων.  Αλλ΄ ο καδής έκαμε μίαν δριμυτάτην κα' αυτού καταγγελίαν εις την Υψηλήν πύλην, εν τη οποία τον επονομάζει πλανόδιον δολοφόνον..

Αυτά εξετυλίχθησαν εις διάστημα τριών ωρών".

 

Ο 17ος αιώνας φαίνεται ότι ήταν μία ασφαλέστερη εποχή. Το 1641-42 μάλιστα μπορούσαν να γίνονται και φιλοδυτικά κηρύγματα από τον Κωνσταντίνο Λογοθέτη στους "βυθισμένους στην αμάθεια" κατοίκους του Πλαταμώνα. Ετσι, το 1669 ο οικισμός του Πλαταμώνα εκτείνεται και έξω από το κάστρο, η Σκοτίνα εμφανίζεται στην ιστορία με τον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου [1656]  και κτίζεται η Αγία Σολομωνή στο Λιτόχωρο.

 

Ο Robert de Dreux  αναφέρει ότι αυτή την εποχή [1669] ο Πλαταμών ήταν μικρή πόλις με υπέροχα και πηγαία νερά στην παραλία.  Απέναντί του είχε τη βρύση του Φαίκ και κάτω στην ακρογιαλιά το επίνειο. Ο συνοικισμός κάτω από το κάστρο ήταν η έδρα του επισκόπου. 

 

Την ίδια εποχή [1661-1714] ο Μελέτιος αναφέρει τοπωνύμια της νότιας Πιερίας: το Λυκοστόμιο ως κοινότερο όνομα του Λύκου Πεδίου στα Τέμπη, τον Πλαταμώνα ως πολη πού ήταν παλιά Μοναστήρι με το όνομα Πλατέα Μονή, τον Φάρυβον   [Βαφύρας] το Δίον "πόλις ποτε και Κολώνεια, ήτις τα νυν Σταδιά καλείται, καίτοι ερείπιον".

 

Τα τοπωνύμια αυξάνονται τον 18ο αιώνα. Σε Χρυσόβουλλο του  1730 αναφέρονται ο Πλαταμών, το Λιτόχωρο και "η χώρα Αμπαρνίτσα μετα του παρεκκλησίου των Αγίων Θεοδώρων". Το Λιτόχωρο αναφέρεται ως ιδιοκτησία της μονής Ολυμπιωτίσσης.  Η Συνοδική Πράξη του 1772 προσθέτει και νέα στοιχεία: στον Πλαταμώνος υπάγονταν το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, [Μονή Αγίου Διονυσίου] το μετόχι του που ονομάζεται Σκάλα, "και τα κελιά πασών των καλογραιών των απακειμένων εν τη αυτή εκκλησία".   Τον επόμενο αιώνα  [1835] αναφέρεται και η Λεπτοκαρυά.

 

Στις αρχές του 18ου αιώνα [1706] ο Πλαταμών εξακολουθούσε να αναφέρεται [P. Lucas] ως οχυρή θέση. Το ίδιο και το 1715 [Κων. Διοικητής].  Αναφέρεται ψηλά η πυριτιδαποθήκη και πιο πέρα μια βαθειά χαράδρα με  δρόμο καλντεριμωμένο που οδηγούσε  στη θάλασσα.  Αναφέρεται επίσης και η φυλακή του κάστρου.  Ο 18ος όμως αιώνας ήταν μία εποχή ταραχών και συγκρούσεων. Μέσα στον αιώνα οι κλέφτες δραστηριοποιήθηκαν στον Ολυμπο και με την τελειοποίηση των πυροβόλων η σημασία του κάστρου άρχισε να μειώνεται και η πόλη να παρακμάζει. Αυτή φαίνεται ότι είναι η εποχή που άρχισε να δημιουργείται το Παντελεήμονον από κατοίκους Πλαταμώνα στον Ολυμπο, μία ώρα απόσταση από το κάστρο.

 

Φιρμάνι του 1765 κατήγγειλε καπεταναίους από τον Πλαταμώνα και την Ελασσόνα που παρακινούσαν τους ραγιάδες σε ανταρσία ζητώντας  να διωχθούν οι φύλακες από τα στενά.  Πρώτος αναφέρεται ο καπετάν Σαλαμούρας από τον Πλαταμώνα.   Ακολούθησε η Επανάσταση του 1770  όπου μετείχε και ο Λάζος του Ολύμπου.  Οι οπλαρχηγοί κυριαρχούσαν στην περιοχή από την Εδεσσα ως τα Τρίκαλλα. Το 1773 ο γιος του Λάζου Γιάννης πήρε  τον Πλαταμώνα γεγονός που καταγράφηκε και στα δημοτικά τραγούδια:

"Τσάρας παίρνει την Ράψανη, Γιάννης τον Πλαταμώνα"

"Και το μικρό Λαζόπουλο πήρε τον Πλαταμώνα"

 

Το 1775 ο Αλή Πασάς επέκτεινε την κυριαρχία του μέχρι και την Πιερία, μετατρέποντας σε τσιφλίκια πολλά από τα κεφαλοχώρια. Πολλοί από τους κλέφτες του Ολύμπου θα κατέφυγαν τότε στην πειρατεία. Έτσι, το 1779 σε επιστολή βενετού πρέσβη αναφέρεται πειρατία με ορμητήριο τον Πλαταμώνα, του οποίου οι δημογέροντες κατηγορούνται ότι γνωρίζουν που βρίσκονται τα κλοπιμαία.  

 

Ο 19ος υπήρξε ο αιώνας επαναστάσεων και χολέρας. Γύρω στα μέσα του [1845-79] η έδρα επισκοπής Πλαταμώνος είχε μεταφερθεί  στη Ραψάνη, του Κίτρους στον Κολυνδρό, το Κίτρος ήταν ερείπιο και το κάστρο του Πλαταμώνα εγκατελειμένο. 

 

Υπήρξε όμως και ο αιώνας των ευρωπαίων επιστημόνων με την κλασσική παιδεία που παρόλες τις δυσκολίες επισκέπτονταν την χώρα και κατέγραφαν την ιστορία της. 

Στην αρχή ακριβώς του αιώνα, το 1801 ο  Άγγλος περιηγητής Clarke έφτασε στην περιοχή.  Αναφέρει μία τουρικική φρουρά στο κάστρο του Πλαταμώνα και ένα μικρό πανδοχείο στο μικρό χωριό κάτω από το κάστρο.  Το πανδοχείο δεν αποκλείεται να βισκόταν στην ίδια θέση με το αναφερόμενο από το 1484 στη  διαθήκη του Ομέρ, γιου του Τουραχάν, κελλί για τους διαβάτες  και με το αναφερόμενο το 1599 από τον V. Gradenigo καραβάν σεράγι.   Μέσα και έξω από το πανδοχείο υπήρχαν κίονες, αναποδογυρισμένα δωρικά κιονόκρανα, σαρκοφάγος κα., που δεν αποκλείεται να προέρχονταν από την κατοικία του επισκόπου. Ο Clarke ταύτισε πρώτος τον Πλαταμώνα με το Ηράκλειο και δημοσίευσε εικόνα της περιοχής.

 

Το 1813 έφτασε στον Πλαταμώνα ο A. Lutteroth-Linnich.  Το χωριό κάτω από τον Πλαταμώνα ήταν ερειπωμένο εξαιτίας της χολέρας και οι δρόμοι του στρωμένοι με   πτώματα.  Οι κάτοικοι είχαν προφανώς όλοι μεταφερθεί στο Παντελεήμονον.

 

Το 1826, ο Pouqueville αναφέρει τον Πλαταμώνα ως έδρα βοεβόδα και επισκόπου αλλά το κάστρο του παραμελημένο, χωρίς προτειχίσματα, με 150 ξύλινα τουρκικά οικήματα στο εσωτερικό του κάστρου που εύκολα μπορούσαν να πυρπολυθούν.    Στο λιμάνι του οδηγούσε ένα μικρό, κατάφυτο στενό.  Τρία χρόνια αργότερα το 1829, ο Γάλλος περιηγητής Beaujour έγραφε:

"Η σημασία του φρουρίου αυτού που το θεωρούν σαν το κλειδί της Μακεδονίας έχει παρεξηγηθεί και θα ήταν ανώφελο να το ξανακτίσουν επάνω σε νέο σχέδιο γιατί δεσπόζετε από τα κοντινά υψώματα από όπου θα μπορούσε να χτυπηθεί με επιτυχία.  Στο εσωτερικό του κάστρου βρίσκονται στριμωγμένα 100 περίπου ξύλινα σπίτια που σε μια πολιορκία θα εμπόδιζαν την άμυνα του"

 

Το 1839 ο Durand είδε τα ερείπια του πανδοχείου κάτω από το κάστρο του Πλαταμώνα και δεν αναφέρει χωριό.  Μέσα στο κάστρο υπήρχαν λίγα μόνο σπίτια.  Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο [1853-56] στο κάστρο του Πλαταμώνα υπήρχαν μόνο  5 παλιά κανόνια, 50 πυροβολητές και 32 Τούρκοι γεωργοί σε 16 σπίτια που τους θέριζε ο πυρετός  και καλλιεργούσαν τους γύρω αγρούς. 

 

Το 1886 ο Ν. Σχινάς έγραφε:

 

 

Λόφος Παπππού

 

 

 

 

Αγιος Θεόδωρος

Το οχυρόν είναι περίβολος βυζαντινός τετράγωνος πλευράς 150 μ. επί αποκρήμνου παραλίας, [άλλοτε πλατεία Μονή καλουμένη η θέσις αύτη εκ Μονής τινος] έχων κατά τας γωνίας τέσσαρες πύργους και

εν τω μέσω πύργον οκταγώνου διατομής και χωρητικότητα εν όλω 500 ανδρών. Υδρεύεται εκ της έξωθεν τούτου πηγής. Από των δυτικώς τούτου κειμένων υψωμάτων προσβάλλεται και διά των κοινών έτι τυφεκίων.  Μεσημβρινώς τούτου ρέει ορμητικός χείμαρρος, ίσως ο ποτε Ακύλας.

Η οδός παρερχομένη του Πλαταμώνος και βαίνουσα ομαλώς πάντοτε  παρέρχεται του Λόφου Παπππού, θέσις κειμένη δυτικώς 1/4 του Πλαταμώνος και προς το χωρίον Αγιον Παντελεήμονα, επικρατούσα της αμαξιτής οδού και της οποίας η κατάληψις αναγκάζει τον διαβάτην να τραπή ύπερθεν την δια του Αγίου Παντελεήμονος διερχομένην ημιονικήν οδόν. Μετά τον λόφον αυτόν, η οδός διέρχεται διαδοχικώς διά τριών χειμάρρων, ήτοι του της Λάκκας του Παππού [αρχ. Απίλα], του της Ζηλιάνας [αρχ. Συς],

[ούτος σχηματίζεται εκ τεσσάρων βραχιόνων, ων οι μεν δύο πρωτοι διέρχονται αρκτικώς του επί των κλιτύων του Ολύμπου χωρίου Σκοτίνας και διαχωρίζονται διά του αποτόμου βράχου του καλουμενου Καραβίδα, ο τρίτος πατρερχεται του μοναστηρίου των Καναλίων και καταφέρει τα ύδατα της επί του κάτω Ολύμπου πεδιάδος της Καρυάς και τέλος ο τέταρτος κατέρχεται εκ του οροπεδίου Μπεκτές] και του του Ιμβραίμ αυλάκι φέρει εις επίνειον του χωρίου Λιτοχώρου, Αγιον Θεόδωρον επίνειον του χωρίου Λιτοχώρου, έχων 4 ξύλινα χάνια χωρητικότητος 300 ανδρών, καύσιμον ξυλείαν πολλήν και πρόβατα πολλά.

 

 

Το 1896 αποβιβάστηκαν στη σκάλα του Πλαταμώνα το σώμα του Καπετάν Βερβέρα και στην σκάλα του Ελευθεροχωρίου το σώμα του Καπετάν Μπρούφα.  Αντάρτικα σώματα πέρασαν  από την ξηρά τα σύνορα, αφού τα ορεινά σύνορα του Συνεδρίου του Βερολίνου επέτρεπαν στις επαναστατικές και ληστρικές ομάδες να διαφεύγουν την καταδίωξη περνώντας τα σύνορα.  Το 1897 ο πλοίαρχος Κ. Σαχτούρης βομβάρδισε το κάστρο του Πλαταμώνα και ανάγκασε τους Τούρκους να το εγκαταλείψουν.  Ακολούθησε  ο πόλεμος του 1897 και η κάθοδος των Τούρκων από την Πιερία στην ελεύθερη Θεσσαλία.  Το κάστρο έμεινε ακατοίκητο και το οικοδομικό του υλικό άρχισε να χρησιμοποιείται για την ανοικοδόμηση νεότερων σπιτιών.

 

 

Μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922,  πρόσφυγες και κάτοικοι του Παντελεήμονα άρχισαν και πάλι να σχηματίζουν στην παραλία τον σημερινό Πλαταμώνα. Μετά τον πόλεμο και μέχρι την δεκαετία του 1960, όλοι οι Παντελεμονίτες [σε ευθεία γραμμή ντόπιοι από τον Πλαταμώνα, ίσως και από το Ηράκλειο] είχαν εγκαταλείψει το χωριό τους και επιστρέψει στην παραλία.  Για μία ακόμη φορά, είχαν τελειώσει οι βαρβαρικές κάθοδοι: τελευταία των ναζιστών, που στις 14-16 Απριλίου 1941 συγκρατήθηκαν από Νεοζηλανδικά στρατεύματα οχυρωμένα στο Κάστρο. 

Στο "ορεινό δασώδες και περίβλεπτον," κεφαλοχώρι [Ν.Σχινάς]  "έχον 70 οικίας, εκκλησίαν, χάνιον, φορτηγά 100-150, και ολίγας τροφάς" απέμειναν ελάχιστες οικογένειες κτηνοτρόφων και μερικοί καταστηματάρχες.