Πούρλια

Πούρλια

 

Τα νεότερα χρόνια κύριος οικισμός στο Πιερικό τμήμα της περιοχής είναι οι N. Πόρροι.  Οι κάτοικοι είναι ντόπιοι, πιθανόν σε ευθεία γραμμή από την εποχή του Πλαταμώνος, ίσως και της Φίλας αν λάβει κανείς υπόψη τον μεγάλο αριθμό των  εγκατελειμένων οικισμών στην περιοχή. Παραδίδονται οι εξής [τουλάχιστον] αλλαγές θέσης πριν εγκατασταθούν στο σημερινό οικισμό: Τζέτζινι (Αγ. Αθανάσιος, υψόμ. 300 μ.], Παλιόχωρα (Άνω Πούρλια υψ. 1000μ.), και Παλιοί Πόροι το 1880 (Πούρλια υψ. 520μ.]  Για την "πορεία από σταθμού Ζορμπά προς τα επί των ανατολικών υπωρειών του Ολύμπου χωρία" ο Ν. Σχινάς γράφει:

 

 

"Τρία Πλατάνια

Αίγανη

Αβαρνίτσα

Πούρλια

 

Ανω Πούρλια

ωρ.

 

1 3/4

2 3/4

1/2

3 1/4

 

 

1

Ο ανατολικώτερος σταθμός της νέας οροθετικής γραμμής, απέχον της ακτής του Θερμαίου 8οο μ.  Από τούτου δε ανωφερής οδός, βαίνουσα εν αρχή δια παλιουργιών και μετά ταύτα διά κομάρων και άλλων θάμνων φέρει εις Αίγανην τσιφλίκιον εν τω ελληνικώ εδάφει....

Από τούτου οδός εισερχομένη εν τω οθωμανικω, ανωφερής και διερχομένη χειμάρρων και στενωπών φέρει εις τσιφλίκιον Αβαρνίτσαν εντός δάσους, έχον 20 πτωχάς οικίας εγκαταλειφθείσας. 

Εντεύθεν δε εις το χωρίον Πούρλια, τσιφλίκιον δασώδες εντός φάραγγος έχον 30 οικίας, αφθονίαν υδάτων και μαγαζείον προμηθευόμενον τα αναγκαιούντα εκ Θεσσαλονίκης, [πατρίδα του στρατηγού Περραιβού του συγγραφέως της ιστορίας του Σουλίου και Πάργας] Εαρινή έδρα οθωμ. λόχου. 

Απ΄αυτού δε εις Ανω Πούρλια εγκατελειφθέν χωρίον ορεινόν, επί οροπεδίου έχον 5-6 οικίας και εκκλησίαν

 

Κατατοπιστική και εξαιρετικά γλαφυρή είναι η περιγραφή της Πούρλιας [σημ. Ανω Πόρροι] από τον επίσκοπο Κίτρους Παρθένιο στις αρχές του αιώνα μας [βλ. στη συνέχεια]. Πρόκειται για παλιό οικισμό (1880) με 100 περίπου κτίσματα και αραιή δόμηση. Χαρακτηρίστηκε παραδοσιακός και καθορίστηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης (ΠΔ της 17-2-86, ΦΕΚ 167Δ/7-3-86). Ο καθορισμός ορίων έγινε με απόφαση Νομάρχη (ΤΠ 4726/10-6-86)

 

 

Το χωρίον Πούρλια [τσιφλίκιον]

 

Το χωρίον τούτο κείται παρά τα προ του 1912 ελληνοτουρκικά σύνορα, είναι δε το τελευταίον προς τα νοτιοανατολικά όρια της περιφερείας ημών χωρίον, καθόσον πέραν τούτου άρχεται η εκκλησιαστική περιφέρεια Λαρίσης. 

Καθ΄ημάς ωνομάσθη ούτως ή εκ του πόρος, δηλαδή πέρασμα, διάβασις, διότι κάτωθεν του χωρίου τούτου υπήρχον και υπάρχουσι πλείστα βαλτώδη μέρη και έλη παρά τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Παπαπουλίου, άτινα δύναταί τις να διέλθει κάμπτων και διερχόμενος διά των υπωρειών των λόφων του χωρίου Πούρλια, ίσως δε και εκ του πόρταξ, δηλαδή μοσχάριον, διότι επί του βαλτώδους τούτου μέρους ευδοκιμεί λίαν ο μόσχος και οι βόες εν γένει. 

Απέχει της έδρας Κατερίνης το χωρίον τούτο περί τας οκτώ ώρας διά ζώου φορτηγού και εύρηται εντός ευρείας χαράδρας των νοτιοανατολικών υπωρειών ιδίας οροσειράς του του Ολύμπου, περιρρεομένης πανταχόθεν υπό πλείστων διαυγεστάτων υδάτων πηγαζόντων εκ των πέριξ δασωδεστάτων λόφων.

Το χωρίον είναι τσιφλίκιον Τούρκου ιδιοκτήτου, περιέχον περί τας τεσσαράκοντα διωρόφους λιθοκτίστους οικίας, μετά διακοσίων περίπου κατοίκων, απάντων χριστιανών ορθοδόξων, ελληνοφώνων, ασχολουμένων εις την γεωργίαν και κτηνοτροφίαν.

Το χωρίον τούτο εις αρχαιοτέραν εποχήν έκειτο υψηλότερον προς δυσμάς εις θέσιν απέχουσαν ωριαίον διάστημα και καλουμένην νυν Παλιόχωρα επί ευφορωτάτης κοιλάδος.  Εκτείνεται δε ο χώρος των γαιών και δασών της Πούρλιας εκ δυσμών από της θέσεως Βρύση του Κατή μέχρι της θαλάσσης του Θερμαϊκού, ήτοι πεντάωρον περίπου διάστημα προς ανατολάς κατά μήκος, και εκ νότου προς βορράν κατά πλάτος, εκ του γείτονος χωρίου Αιγάνης και του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού Παπαπουλίου μέχρι του ετέρου γείτονος χωρίου Παντελεημόνου, ήτοι τρίωρον περίοπου διάστημα, κατέχων γαίας ευφορωτάτας και δάση λίαν προσοδοφόρα. 

Τα δημητριακά αυτών οι κάτοικοι και ιδίως τον αραβόσιτον σπείρουσιν επί των παρά την θάλασσαν και παρά τον Πλαταμώνα προς ανατολάς του χωρίου περί την ώραν απεχουσών ευφόρων γαιών, πανταχόθεν εκ των διαρκώς κατερχομένων πηγαίων υδάτων περιβρεχομένων, τα δε άλλα ακαλλιεργητα μέρη μεταχειρίζονται προς βοσκήν ως επί το πλείστον αιγοπροβάτων και βοών και χοίρων και ίππων.  Ονομαστός είναι ο εν Πούρλια παραγόμενος τυρός, καθώς και το βούτυρον.  Αλλά και η μελισσοκομία ενταύθα ευδοκιμεί, προ παντός δε η κτηνοτροφία.

 

Τους κατοίκους διακρίνει η ακραιφνής ευσέβεια και φιλοθρησκεία, η φιλοτιμία κα νομοτάγεια, το επειθές και ευάγωγον, η φιλεργία, το ήπιον ήρεμον και ειρηνικόν του χαρακτήρος, η προς την οικογένειαν αφοσίωσις, η φιλοξενία και ο προς αλλήλους σεβασμός, η φιλοπατρία και φιλογένεια, προ παντός δε ο διακαής αυτών πόθος προς εξαγοράν και απελευθέρωσιν του ωραίου αυτών χωρίον και μεταβολή αυτού από τσιφλικίου εις κεφαλοχώριον. 

 

Ασφαλές τεκμήριον της πατροπαραδότου ευσεβείας και φιλοθρησκείας αυτών είναι η προ ολίγων ετών γενομένη εκ βάθρων ανακαίνισις του σεσαθρωμένου παλαιού ιερού ναού αυτών του Αγίου Γεωργίου, ιδίαις της Κοινότητος αυτών δαπάναις, και η διατήρησις τριών εξωκλησίων, των Αγίων Αποστόλων, της Αγίας Τριάδος και Παναγίας.  Εχουσιν ένα ιερέα εκ του αυτού χωρίου καταγόμενον, τον Παπα Κωνσταντίνον Γκρέκαν, καλώς και διά της γεωργίας μετά των τέκνων αυτού συντηρούμενον.

 

Αλλά και εις την φιλομουσίαν διν καθυστέρησαν οι φιλότιμοι Πουρλιώται, καθόσον εκ των περισσευμάτων εκ του ιερού ναού και ιδίαις αυτών συνδρομαίς, διατηρούσιν από δεκαετιας Δημοτική Σχολήν εις ίδιον παρά τω ιερώ ναώ κοινοτικόν κτίριον μετά τριάκοντα περίπου μαθητών αρρένων και θηλέων.  Από τινος ήρξαντο οι φιλόμουσοι και φιλοπρόοδοι Πουρλιώται να κτίζωσι ωραίας και ευρυχώρους οικίας ασβεστοκτίστους και λιθίνας διωρόφους, καθόσον μέχρι τούδε απηγόρευεν αυτοίς τούτο ο Τούρκος ιδιοκτήτης.

 

Το χωρίον είναι εξ εκείνων τα οποία η πλεονεξία του τυράννου των Ιωαννίνων Αλή Πασά διά της βίας μετεποίησεν εις τσιφλίκια από κεφαλοχώρια, διανοουμένου και σχεδιάζοντος την από του Θερμαϊκού μέχρις Αδριατικού κατάληψιν και ίδρυσιν ιδίου βασιλείου αλβανικού ανεξαρτήτου του Σουλτάνου Κωνσταντινουπόλεως και περιλαμβάνοντος την κάτωθεν του Μαυροβουνίου χώραν των Γκέγκηδων Αλβανών μέχρι του Ταινάρου, δηλαδή ολόκληρον την Ηπειρον και Θεσσαλίαν, Στερεάν Ελλάδα και Πελοπόννησον προς νότον, καθώς και την Μακεδονίαν βορειοανατολικώς. 

 

"Ιδέτε τον Βεζύρη μας.  Σαν χρυσός αετός, με τα νύχια του σηκώνει όλην την Αρβανιτιά", έψαλλον οι Αλβανοί απεσταλμένοι του Αλή Πασά μεταβάλλοντες εις τσιφλίκια διά της βίας όλα τα καρποφόρα και προσοδοφόρα χωρία κατ΄εκλογήν. 

 

Ο ομώνυμος σιδηροδρομικός σταθμός μόλις απέχει της Πούρλιας περί την μίαν ώραν κάτωθι του χωρίου προς την θάλασσαν και προς ανατολάς αυτού.  Τον ξένον επισκέπτην του χωρίου τούτου, τον θέλοντα να απολαύσει γραφικοτάτης θέας και να θαυμάσει εκπάγλους φυσικάς καλλονάς, συμβουλεύομεν ν΄ανέλθει εις την περί την μίαν ώραν απέχουσαν του χωρίου προς δυσμάς υψηλότερον αυτού Παλιοχωραν και εκείθεν εις την θέσιν Προφήτη Ηλίαν, οπόθεν ορώνται ολόκληρος η πεδιάς Λαρίσης μετά της πόλεως ταύτης και του οφιοειεδώς κυλιομένου εν αυτή ποταμού Πηνειού, τα περιλάλητα Ιερά Τέμπη και όλα τα φυσικά θέλγητρα του πέραν άκρου από του Κισσάβου και εντεύθεν μέχρι των Ολυμπίων δασωδεστάτων οροσειρών, μετά των εις τα ορεινά και πεδινά μέρη εγκατεστημένων διαφόρων χωρίων λευκαζόντων. Θα περιλάβει δι ενός βλέμματος όλα ταύτα μετά του Αιγαίου και Θερμαϊκού κόλπου προς ανατολάς και βορράν, του Τσάγεζι και της από Λαρίσης νοτιοδυτικώς ερχομένης σιδηροδρομικής γραμμής, ήτις άπασαν την πεδιάδαν δια των Ιερών Τεμπών διασχίζει μέχρι Πλαταμώνος, και ήτις τον ελευθέρως ήδη εξ Αθηνών προς την Θεσσαλονίκην και Μακεδονίας εισβάλλοντα νεώτερον ελληνικό πολιτισμόν καταδεικνύει. 

 

Το χωρίον έχει και ιδίαν ακτήν [σκάλαν] ομώνυμον εν τη θαλάσση, όπου παρά τον σιδηροδρομικόν σταθμόν εστάθμευον και θα σταθμεύωσιν ιστιοφόρα πλοία προς φόρτωσιν ξυλείας και ξυλανθράκων, την επιλεγομένην Σκάλαν Πούρλιας.

Αριθμεί δε βίον το χωρίον εν τη θέσει εν η ευρίσκεται νυν περίπου εκατό ετών.   Μεταβαλλόμενον το χωρίον τούτο εις κεφαλαιοχώριον θ΄αυξήσει και προοδεύσει πολύ, διότι έχει όλα τα προς τούτο απαιτούμενα ζωτικά στοιχεία.

 

[Σημ.  Αι αρχαιότεραι σωζόμεναι ιεραί εικόνες των ιερών Ναών του χωρίου είναι 100-150 ετών].