Οίκος

 

Οικος-Οικία-Οικονομία

Οικος / οικία

O αρχαίος “Οίκος” δεν αφορά  μόνο το οικοδόμημα  που στέγαζε την αρχαία οικογένεια, αλλά ολόκληρο το ανθρώπινο και περιουσιακό της δυναμικό.   Ο θεσμός αφορούσε το ζευγάρι και τα παιδιά του [τα δικά του και από προηγούμενους γάμους, φυσικά και υιοθετημένα],  τους ηλικιωμένους γονείς, τα προστατευόμενα μέλη της ευρύτερης οικογένειας, τα εξαρτημένα άτομα [δούλους, απελεύθερους, κα.] τα  κτήματα, τα ζώα κλπ.  Η οικογένεια και  τα προστατευόμενα και εξαρτημένα κάθε φορά άτομα συστεγάζονταν  στην οικία.  Οι κοιτώνες των δούλων, όταν υπήρχαν, φαίνεται  ότι  ήταν χωρισμένοι ανάλογα με το φύλo στους «ανδρωνίτες» και τους «γυναικωνίτες» των σπιτιών.

 

Την κοινωνική στήριξη και οικονομική διαχείριση του Οίκου είχε ο οικοδεσπότης, που ήταν συνήθως απασχολημένος με τις δουλειές έξω από το σπίτι, τα κοινά και τις αντροπαρέες. Τα πολιτικά δικαιώματα  ήταν  επίσης αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών.  Στις φτωχότερες οικογένειες, οι γυναίκες  έπρεπε να συμμετέχουν στην οικονομική στήριξη του Οίκου [πχ. πωλήτριες στις λαϊκές αγορές, μαμές τροφοί κλπ.] άρα και στη ζωή έξω από το σπίτι.  Όμως σε έναν μεγάλο και εύπορο Οίκο η σύζυγος παρέμενε επόπτης  των θεμάτων στο εσωτερικό του σπιτιού, προστατευμένη και αξιοσέβαστη, αλλά ταυτόχρονα και αποκλεισμένη από τον έξω κόσμο.  Κύρια εκπαίδευση των κοριτσιών και βασική ενασχόληση της γυναίκας στην οικιακή οικονομία ήταν η κατασκευή των ρούχων και των άλλων υφασμάτων του Οίκου.  Οι αγνύθες, τα πήλινα δηλαδή βάρη του όρθιου αργαλειού,  είναι αναπόσπαστο εύρημα κάθε αρχαίας οικίας, και σύμβολο της γυναικείας παρουσίας στο σπίτι. 

 

Δεν είναι συνήθως πολλά τα κινητά ευρήματα  που σώζονται μέσα στα ερείπια των αρχαίων σπιτιών και ακόμη λιγότερα  τα προσωπικά αντικείμενα των ενοίκων .  Τα περισσότερα θα ήταν οργανικά υλικά [υφάσματα, δέρματα] και χάθηκαν, ή μεταλλικά [κοσμήματα, εξαρτήματα ρούχων, οπλισμός, κα.] και  σώθηκαν μαζί με τους ιδιοκτήτες τους πριν από την καταστροφή της οικίας.  Στις πρόσφατες ανασκαφές των αγροικιών Ολύμπου βρέθηκαν αρκετά   δαχτυλίδια,  πόρπες, αιχμές όπλων κ.α.   

 

Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια,  να γίνει ταύτιση χώρων, χρήσεων και προσώπων, με εργαλείο τα λιγοστά συνήθως ευρήματα των αρχαίων σπιτιών.

 

 


 

Η ΑΡΧΑΙΑ ΟΙΚΙΑ

  Κλασσικοί-Ελληνιστικοί Χρόνοι

«Όταν τα δωμάτια βλέπουν προς νότο, ο ήλιος τον χειμώνα λάμπει μέσα στις αίθουσες ενώ το καλοκαίρι έχουν σκιά, γιατί ο ήλιος περνά πάνω από τα κεφάλια μας και τις στέγες..  Πρέπει λοιπόν τα [βόρεια] κύρια δωμάτια να βλέπουν προς νότο και να γίνονται ψηλότερα ενώ τα απέναντι χαμηλότερα, έτσι ώστε να μην αποκλείεται  ο ήλιος αλλά και να αποφεύγονται οι βόρειοι άνεμοι.» 

Ξενοφών, Απομνημονεύματα, 3,8

 

Μολονότι υπάρχουν  και διαφορετικά παραδείγματα, το τυπικό κλασσικό-ελληνιστικό σπίτι, τόσο  στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο, ήταν ένας εσωστρεφής μικρόκοσμος ολόγυρα από μια κλειστή, εσωτερική  αυλή που  αποτελούσε το κέντρο βάρους της καθημερινότητας. Από εκεί φωτίζονταν και αερίζονταν τα δωμάτια, εκεί μαζευόταν το νερό της  βροχής,  εκεί  απλώνονταν η ζωή τους περισσότερους μήνες του χρόνου  και  από εκεί γινόταν η πρόσβαση σε όλες τις στεγασμένες πτέρυγες. 

 

Η αυλή  είχε μία είσοδο από τον δρόμο και περιβαλλόταν από μία ή περισσότερες στοές.  Γύρω από την αυλή ξεδιπλωνόταν μία σειρά δωματίων, κάποτε διώροφων, συνήθως στη βόρεια πλευρά του σπιτιού.   Χαρακτηριστικότερο δωμάτιο ήταν οι ανδρώνες των συμποσίων.

 

Γυναικωνίτες ονομάζονταν  τα δωμάτια των γυναικόπαιδων,  συχνά στον  επάνω  όροφο του σπιτιού.    Στο ισόγειο υπήρχαν το καθημερινό δωμάτιο της οικογένειας, η κουζίνα, το λουτρό, οι  κοινόχρηστοι και βοηθητικοί χώροι, τα  τυχόν εργαστήρια και καταστήματα, τα  οικόσιτα ζώα, οι  προνοητικά οργανωμένες και με τάξη αποθήκες [δροσερές για το σιτάρι, ψυχρές για το κελάρι,  κλπ.]. – κ.ο.κ.

 

Λίγες ήταν οι διαφορές του αγροτόσπιτου από το σπίτι στην πόλη:  το πρώτο χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη ευρυχωρία, με περισσότερους χώρους για ειδικότερες αγροτικές εργασίες [εγκαταστάσεις οινοποιίας, ελαιουργίας κλπ.]  μερικές φορές μάλιστα το  συνόδευαν  και τάφοι της οικογένειας.

Η πιο αισθητή όμως  διαφορά ανάμεσα στην αρχαία αστική οικία και την αγροικία οφείλεται στους χαρακτηριστικούς ψηλούς πύργους που συνόδευαν πολλές από τις αγροικίες.  Αν τους χρησιμοποιούσαν για  αγροτικούς-αποθηκευτικούς λόγους, για λόγους υπεροψίας/ελέγχου του αγροκτήματος ή για λόγους οχυρωματικούς, ή για τη διαμονή μελών του Οίκου, ή για όλους αυτούς τους λόγους και για κάποιους άλλους που δεν γνωρίζουμε είναι ακόμη ζητούμενο για την έρευνα.

 

Τα  αρχαία σπίτια κατασκευάζονταν κατά κανόνα με τα απλά οικοδομικά  υλικά που παρήγαγε ο οικείος κάθε φορά τόπος:  ακατέργαστη πέτρα για το θεμέλιο και τη λίθινη κρηπίδα, ξύλο για τον σκελετό της στέγης, τα κουφώματα και τα ζωνάρια των τοίχων,  σίδερο για τα καρφιά των ξύλινων κατασκευών (τις πόρτες, τα παράθυρα, τα ξύλα της στέγης κλπ.)  πηλό για τα πατώματα, τους ωμόπλινθους κ.α.  Οι στέγες ήταν ανάλογες με το κλίμα, τη χρήση και την περιοχή: συνήθως επίπεδα δώματα στις ξερές περιοχές, ή, όπως στην περιοχή της Μακεδονίας,  κεραμοσκεπές με ξύλινο σκελετό και κεραμίδια λακωνικού [καμπύλου] ή κορινθιακού [επίπεδου] τύπου.  

 

Οι ωμόπλινθοι  είχαν μεγάλη εφαρμογή για την ανέγερση των σπιτιών από τα πανάρχαια χρόνια. Κατασκευάζονταν από πηλό και άχυρα, κόβονταν  σε καλούπια και  στέγνωναν  στο ύπαιθρο.  Εκεί  όπου αφθονούσε η πέτρα αντί του πηλού, η ανωδομή κατασκευαζόταν από πέτρα. 

 

Οι χάλκινες,  αλλά και σιδερένιες εφηλίδες  των καρφιών που στερέωναν τις σανίδες στις πόρτες και τα παράθυρα,  τα άλλα μεταλλικά εξαρτήματα  [κλειδαριές, σύρτες, πόμολα, ρόπτρα κλπ.],  αλλά  και η ίδια η ξυλοκατασκευή πρόσθεταν σε ολόκληρο το σπίτι  ομορφιά και αξία. Οι πόρτες θεωρούνταν συνήθως τμήμα της επίπλωσης  του σπιτιού  και  έτσι  υπάρχουν παραδείγματα σπιτιών που νοικιάζονταν  «άθυρα».

 

Ο αρχαίος όμως  “Οίκος” δεν αφορούσε  μόνο το οικοδόμημα  που στέγαζε την αρχαία οικογένεια, αλλά ολόκληρο το ανθρώπινο και περιουσιακό της δυναμικό.   Ο θεσμός αφορούσε το ζευγάρι και τα παιδιά του [τα δικά του και από προηγούμενους γάμους, φυσικά και υιοθετημένα],  τους ηλικιωμένους γονείς, τα προστατευόμενα μέλη της ευρύτερης οικογένειας, τα εξαρτημένα άτομα [δούλους, απελεύθερους, κα.] τα  κτήματα, τα ζώα κλπ.  Η οικογένεια και  τα προστατευόμενα και εξαρτημένα κάθε φορά άτομα συστεγάζονταν  στην οικία.  Οι κοιτώνες των δούλων, όταν υπήρχαν, φαίνεται  ότι  ήταν χωρισμένοι ανάλογα με το φύλο στους «ανδρωνίτες» και τους «γυναικωνίτες» των σπιτιών.

 

Την κοινωνική στήριξη και οικονομική διαχείριση του Οίκου είχε ο οικοδεσπότης, που ήταν συνήθως απασχολημένος με τις δουλειές έξω από το σπίτι, τα κοινά και τις αντροπαρέες. Τα πολιτικά δικαιώματα  ήταν  επίσης αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών.  Στις φτωχότερες οικογένειες, οι γυναίκες  έπρεπε να συμμετέχουν στην οικονομική στήριξη του Οίκου [πχ. πωλήτριες στις λαϊκές αγορές, μαμές τροφοί κλπ.] άρα και στη ζωή έξω από το σπίτι.  Όμως σε έναν μεγάλο και εύπορο Οίκο η σύζυγος παρέμενε επόπτης  των θεμάτων στο εσωτερικό του σπιτιού, προστατευμένη και αξιοσέβαστη, αλλά ταυτόχρονα και αποκλεισμένη από τον έξω κόσμο.  Κύρια εκπαίδευση των κοριτσιών και βασική ενασχόληση της γυναίκας στην οικιακή οικονομία ήταν η κατασκευή των ρούχων και των άλλων υφασμάτων του Οίκου.  Οι αγνύθες, τα πήλινα δηλαδή βάρη του όρθιου αργαλειού,  είναι αναπόσπαστο εύρημα κάθε αρχαίας οικίας, και σύμβολο της γυναικείας παρουσίας στο σπίτι. 

 

Δεν είναι συνήθως πολλά τα κινητά ευρήματα  που σώζονται μέσα στα ερείπια των αρχαίων σπιτιών και ακόμη λιγότερα  τα προσωπικά αντικείμενα των ενοίκων .  Τα περισσότερα θα ήταν οργανικά υλικά [υφάσματα, δέρματα] και χάθηκαν, ή μεταλλικά [κοσμήματα, εξαρτήματα ρούχων, οπλισμός, κα.] και  σώθηκαν μαζί με τους ιδιοκτήτες τους πριν από την καταστροφή της οικίας.  Στις πρόσφατες ανασκαφές των αγροικιών Ολύμπου βρέθηκαν αρκετά   δαχτυλίδια,  πόρπες, αιχμές όπλων κ.α.   

 

Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια,  να γίνει γίνει ταύτιση χώρων, χρήσεων και προσώπων, με εργαλείο τα λιγοστά συνήθως ευρήματα των αρχαίων σπιτιών.

 

Οικονομία

Στην προ-νομισματική εποχή του 800 πΧ., ο Ομηρος τοποθετούσε τους ακτήμονες που εργάζονταν για λογαριασμό τρίτων στην χειρότερη θέση της κοινωνίας της Εποχής του Σιδήρου.   Λίγο αργότερα, στην εποχή του Ησίοδου, που ήταν επίσης γεωργοκτηνοτροφική και «μεταβλητική» (ανταλλακτική), ο μικροαγρότης που καλλιεργούσε δικά του κτήματα έκανε μια ζωή κουραστική, που όμως την χαρακτήριζαν η αυτάρκεια, η ανεξαρτησία και η αξιοπρέπεια, τα βασικά δηλαδή χαρακτηριστικά ενός ελεύθερου ανθρώπου.  Τυχόν υποβιβασμός του σε ακτήμονα, τον οδηγούσε σε στέρηση της αυτονομίας και στη δυσχερέστερη δυνατή κοινωνική θέση. Η αναγέννηση ωστόσο της αρχαϊκής εποχής άνοιξε και πάλι τους μεγάλους θαλάσσιους δρόμους, τις υπερπόντιες αγορές και αποικίες, και έφερε μία νέα καινοτομία που άλλαξε την ιστορία της ανθρωπότητας: την εξίσωση προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας με ένα ανταλλάξιμο και εύχρηστο είδος, το  νόμισμα.

 

«Από τότε που εφευρέθηκε το νόμισμα για τις αναγκαίες συναλλαγές, γεννήθηκε και ένα νέο είδος χρηματιστικής, το καπηλικόν (εμπόριο), που γινόταν αρχικά με απλότητα, στη συνέχεια όμως, επειδή αποκτήθηκε εμπειρία, γινόταν με μεγάλη δεξιοτεχνία και με σκοπό το μέγιστο κέρδος. Γιαυτό θεωρείται ότι η χρηματιστική ασχολείται κυρίως με το νόμισμα και σκοπός της είναι ο μεγαλύτερος αριθμός νομισμάτων.   Γιαυτό και πολλοί θεωρούν ότι πλούτος είναι το πλήθος των νομισμάτων, αφού με αυτό κυρίως ασχολείται η χρηματιστική και η καπηλική. 

 

Για άλλους πάλι, το νόμισμα δεν είναι παρά μια λέξη άδεια, ένα είδος συμβατικό χωρίς υπόσταση. Γιατί αν ανακληθεί η συναλλαγή, δεν έχει πλέον καμμία αξία ή χρησιμότητα, έτσι ώστε ένας πλούσιος σε νομίσματα θα μπορούσε ακόμη και να στερηθεί τα πλέον απαραίτητα.   Παράδοξος λοιπόν ένας τέτοιος πλούτος που επιτρέπει να πεθάνει κανείς από πείνα, όπως μυθολογείται και για τον Μίδα, που από την απληστία του μετατρέπονταν σε χρυσές όλες οι τροφές που ακουμπούσε»...

Αριστοτέλους Πολιτικά Α 1257α 1

 

Διατηρήθηκαν, όπως πάντα, οι ανισότητες στην κατανομή του πλούτου, δημιουργήθηκε όμως στην ελληνική κοινωνία μία μεγάλη και εναλλακτική ποικιλία επαγγελμάτων που έδωσε νέες δυνατότητες επιβίωσης, ανάπτυξης, και πλούτου, όπως π.χ. οι έμποροι παντός είδους, οι βιοτέχνες και τεχνίτες [κεραμεικής - μετάλλων - υφαντικής - δερμάτων - κα.], οι εργολάβοι, επιστήμονες και καλλιτέχνες, οι δάσκαλοι και  παιδοτρίβες, οι γιατροί, οι τραπεζίτες, οι εργάτες και οι ναυτικοί,  οι τοκογλύφοι, και πολλοί άλλοι.. Η αποστροφή όμως για τη μισθωτή εργασία, και ιδιαίτερα τη χειρωνακτική, εξακολουθούσε να έχει υποστηρικτές, και μάλιστα του πνευματικού μεγέθους ενός  Αριστοτέλη.  Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες των ισχυρών Οίκων ήταν ακόμη ανώτερη κοινωνική τάξη, και όπως γράφει ο Πλούταρχος, κανένας νέος από καλή γενιά δεν  θα θελε να είναι γλύπτης όπως ο Φειδίας ή ο Πολύκλειτος, ούτε ποιητής όπως ο Ανακρέων ή ο Αρχίλοχος.[1] 

 

Η ίδρυση των νέων πόλεων από τον Αλέξανδρο με τους Διαδόχους του και ο ελληνιστικός αποικισμός της Ανατολής δημιούργησαν ασφαλέστερες συνθήκες για το ελληνικό εμπόριο, νέες αγορές και εντέλει μία οικουμενική ελληνική επικράτεια, μία «παγκοσμιοποίηση» που διέδωσε τον ελληνικό τρόπο ζωής και στήριξε την ελληνική οικονομία.  Όμως, τόσο η οικονομία όσο και ολόκληρη η ελληνική επικράτεια έπεσαν θύματα των  ελληνικών ανταγωνισμών και πολέμων, που οδήγησαν τελικά στην επικράτηση της Ρώμης.


 

Σημειώσεις


[1] Πλουτάρχου Περικλής, 2 1