Τα Αμπελουργικά

 ΤΑ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΑ

Copyright: Εφη Πουλάκη-Παντερμαλή


Βότρυς αγριάμπελου από την ακρόπολη των Λειβήθρων
στον Όλυμπο, φυσικό βιότοπο του αγριάμπελου.

 

ΓΕΝΗ-ΤΟΠΟΣ-ΦΥΤΕΙΑ-ΑΝΑΓΩΓΗ


Ως φυσικός της βιότοπος1 , το τοπίο του Ολύμπου, όπως εξάλλου το ελληνικό τοπίο γενικότερα, ήταν ιδιαίτερα πρόσφορο για την καλλιέργεια της αμπέλου. Πρωτοπόρος και σε αυτή τη τέχνη όπως και σε πολλές ακόμη, η ελληνική αρχαιότητα επεδίωξε τη μέγιστη και ποιοτικότερη δυνατή παραγωγή του αμπελώνα χωρίς να βλαφτούν τα αμπέλια, που ήταν μόνιμη δεντροκαλλιέργεια και πολύτιμη περιουσία της2. Χάρη στη μακρά της παράδοση, γνώριζε ότι το μέλλον του αμπελώνα κρινόταν πρώτα απ' όλα από την προβλεπτικότητα, την επιδεξιότητα και την αφοσίωση του αμπελουργού. Αν εκείνος δεν φρόντιζε τα αμπέλια του με περίσκεψη και κατά φύσιν, ήταν πιθανό να μείνουν άκαρπα, ακόμη και να χαθούν, και μάλιστα πονώντας. Ήξερε ότι έπρεπε να μελετά όλους τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, να προβλέπει όλες τις συνέπειες από τον συνδυασμό των επιλογών του, να ελαχιστοποιεί τα μειονεκτήματα και να καλλιεργεί τα πλεονεκτήματα του αμπελώνα. Οι στόχοι του είχαν γίνει εφικτοί κυρίως χάρη στα γένη της αμπέλου. Γιατί, από τη νεολιθική εποχή με το αγριαμπέλινο κρασί της μέχρι τον 5ο αιώνα και την κλασσική διανόηση, με φυσική εξέλιξη αλλά και εκ παρασκευής, τέχνης και θεραπείας είχαν δημιουργηθεί άπειρες ποικιλίες ήμερης αμπέλου, ακόμη και εκείνες που έφεραν βόρτιν αγίγαρτον3. Ορεινή, πεδινή, ποντία4, χαμίτις5, ορθάμπελος, δενδρίτις ή αναδενδράς6 αλλά και με άπειρα ακόμη χαρακτηριστικά, η ήμερη άμπελος είχε αποκτήσει στα κλασσικά χρόνια πολλά και διαπλεκόμενα γένη (ποικιλίες) προσαρμοσμένα διά της καλλιέργειας στους φυσικούς παράγοντες, δηλαδή το έδαφος και το κλίμα κάθε περιοχής, ίσως και το μικροκλίμα του κάθε αμπελώνα7. Έτσι, ο Θεόφραστος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ., εποχή που κτίσθηκε το Κομπολόι, υπήρχαν τόσα είδη αμπέλου όσοι και οι αμπελοφόροι τόποι στη γη8. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως σήμερα έτσι και στην αρχαιότητα, αναζητούσαν και ανακάλυπταν άγνωστες ποικιλίες που εντυπωσίαζαν και αναζωογονούσαν τους αμπελουργούς, τους οινοποιούς και τους οινόφιλους. Υπήρχαν κάποια γένη κατάλληλα για περισσότερα είδη κλιμάτων, όπως π.χ. η αμίννιος9, όμως κατά κανόνα, το περιβάλλον σε συνδυασμό με την ποικιλία έκαναν τη διαφορά στην παραγωγή.

 «Ο Δημόκριτος, που έλεγε ότι ήξερε όλες τις ποικιλίες αμπέλου, υπήρξε ο μοναδικός που πίστευε ότι οι ποικιλίες αυτές είναι δυνατόν να μετρηθούν. Όλοι οι υπόλοιποι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο κατάλογος είναι τεράστιος, χωρίς ποτέ να τελειώνει. Η αλήθεια αυτή γίνεται πιο φανερή όταν αναλογιστούμε τα διάφορα είδη κρασιών. Δεν είναι δυνατόν να τα αναφέρουμε όλα παρά μόνο τα διασημότερα, αφού υπάρχουν τόσα είδη κρασιών όσες είναι και οι περιοχές»
«-Είναι επιπόλαιο λοιπόν να ασχολούμαστε με την απαρίθμηση ποικιλιών αφού το ίδιο αμπέλι είναι διαφορετικό στα διάφορα μέρη.»
Πλίνιος, Φυσική Ιστορία 14, 4. 14, 8

Αναφέρονται γένη ευγενή, ασθενή, γενναία, δύστροφα, επίλεκτα, ευθαλή, εύτροφα, θερμά, ισχυρά, λεπτά, λιπαρά, ξηρά, πολύκαρπα, πυκνά, στερά, υγρά, υδαρή, φίλυδρα, ψυχρά, κλπ. Μερικά γένη, και μάλιστα τα πολύκαρπα, ήταν από τη φύση τους ολιγόχρονα όπως πχ. το αμπέλι της υγρής γης που ήταν βραχυβιότερο από εκείνο της ξηρής10. Όμως, ένα καλά φροντισμένο αμπέλι μπορούσε να διατηρηθεί στη ζωή πολλές γενιές, έτσι ώστε να μη μπορεί κανείς να θυμηθεί πότε και ποιος το είχε φυτέψει11.

Κομπολόι, αποτύπωμα φύλλου (αμπέλου) από στρώμα
καταστροφής εξωτερικής στοάς της οικίας.
Κομπολόι, απανθρακωμένο κάτω μέρος κορμού με ρίζα,
από την είσοδο της οικίας. Πρέμνο.
Κομπολόι, οικία. Γίγαρτα και ποδίσκοι από
το στρώμα καταστροφής.
Κομπολόι, γίγαρτα από τον πιθεώνα.

Δεν γνωρίζουμε βέβαια το γένος της Κομπολογούλας, της αμπέλου δηλαδή της ανασκαφής μας, δεν αμφιβάλλουμε όμως ότι ο αμπελουργός του Κομπολογιού, όπως και κάθε αρχαίος αμπελουργός, έπρεπε να έχει επιλέξει με προσοχή τόσο τα γένη των αμπελιών του, όσο και τον χρόνο της φυτείας, τον προσανατολισμό, τον αερισμό και την εν γένει αγωγή, «φυτών παιδεία» και την τροφή τους, ώστε να είναι «κατά φύσιν» με το έδαφος, το υψόμετρο, τις κλιματολογικές συνθήκες [θερμοκρασία, υγρασία κλπ.] και τους λοιπούς περιβαλλοντικούς παράγοντες12.

Τα ξηρότερα γένη, όπως είναι συνήθως τα λευκά, είχαν ανάγκη από περισσότερη τροφή και έπρεπε να φυτεύονται σε γη παχύτερη και υγρότερη. Αντίθετα, στη λεπτόγεω γη, εκείνη που ήταν ξερή και αμμουδερή έπρεπε να φυτευτούν «λιπαρότερες» ποικιλίες όπως οι μαύρες, και από τις λευκές οι λιπαρότερες, όπως πχ. η ψιθία, η κερκυραία και η χλωρίς. Γιατί, αν τα λιπαρά γένη φυτεύονταν σε λιπαρή γη, ήταν πιθανόν να τραπούν στην πολυβλαστία και σε ακαρπία13.

 

«Δεν διαφέρουν όμως μόνο οι ποικιλίες αλλά και οι περιοχές. Πρέπει λοιπόν να ξεχωρίσει κανείς ποιες ποικιλίες είναι κατάλληλες για ποιες περιοχές. Αν η φυτεία γίνει «κατά φύσιν» θα πάει καλά, αν όχι θα μείνει άκαρπη.»

Θεόφραστος, Περί φυτών αιτίων 3 11 1

 

Η αραιή μελάγγειος χώρα, τα υγρά λειβάδια με αμμουδερό υπέδαφος, οι αργιλώδεις τόποι, οι προσχώσεις ποταμών, θεωρούνταν από την αρχαία ελληνική παράδοση τόποι αμπελοφόροι αγαθοί14. Οι παραθαλάσσιοι εξαιρετικοί εξαιτίας της φυσικής τους θερμότητας και της ανακουφιστικής θαλάσσιας αύρας. Αντίθετα, αποφεύγονταν οι τόποι κοντά σε έλη ποταμών γιατί η συνεχής υγρασία έβλαπτε το αμπέλι. Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική παράδοση των Γεωπονικών15, σε τέτοιες περιπτώσεις προτιμούσαν τις δενδρίτιδες16.

Τρισδιάστατη αναπαράσταση της περιοχής του Ολύμπου.
Σημειώνεται η θέση του Κομπολογιού με τον αριθμό 5.

Η γη του Κομπολογιού βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 11,50 μ., με ελαφρά κλίση προς τη θάλασσα, ±700 μ. από τις ακτές του Θερμαϊκού, ±3 χλμ. από τον Όλυμπο, με υπέδαφος από χαλίκι και ανάμεσα στις κοίτες δύο μεγάλων χειμάρρων, αποθέσεις των οποίων εντοπίζονται στα αρχαιολογικά στρώματα και τη φυσική γεωμορφολογία. 

Καλλιεργούνται σήμερα κυρίως ελιές και ακτινίδια, παλιότερα όμως αμπέλια, με αναφερόμενες ποικιλίες τα «Σκαλήσια» «Βάψης» «Ροζακί» «Κουντουπριάδης» και «Ασπρούδια». Ανήκει στα -κατά την τοπική έκφραση- «στράγγια» εδάφη λόγω της κλίσης από τον Όλυμπο προς τη θάλασσα, αλλά κυρίως λόγω του υπεδάφους από χαλίκι που χαρακτηρίζει όλους τους πρόποδες του άνω Ολύμπου. Είναι γη παραθαλάσσια, αρκετά υγρή τον χειμώνα και αρκετά ξηρή το καλοκαίρι, με ευμετάβλητα καιρικά φαινόμενα λόγω της άμεσης γειτνίασης του μεγάλου ορεινού όγκου και των αλπικών κορυφών του Ολύμπου με το Αιγαίο.



 Ελληνιστικό όστρακο από την ακρόπολη
των Λειβήθρων με βότρυες αμπέλου

Τα αμπέλια του Κομπολογιού ήταν φυτεμένα σε τάφρους, τον συνηθισμένο τρόπο για τα ελληνικά κλίματα17. Η άλλη πρακτική, εκείνη που χρησιμοποιούσε τις τρύπες με σιδεροπασσάλους, φαίνεται ότι συνηθιζόταν στους τόπους με ιδιαίτερα πολλή υγρασία:

 «Κατά φύσιν με την περιοχή πρέπει να είναι όλη η γεωργική εργασία, αρχής γινομένης από τους λάκκους των νέων φυτών. Έτσι, στους υγρούς τόπους δεν πρέπει να ανοίγονται μεγάλοι και βαθείς λάκκοι γύρω από τα φυτά για να μη σαπίσουν. Στους πολύ υγρούς απαγορεύεται να ανοίγονται λάκκοι, αλλά να φυτεύονται σε τρύπες ανοιγμένες με σιδερένιο πάσσαλο18. Κι ακόμη, δεν πρέπει να γίνει ανασκαφή γύρω από το φυτό για ένα ή και δύο χρόνια, προκειμένου να ξεραθεί το χώμα από τον ήλιο όσο το δυνατόν περισσότερο. Τα αντίθετα πρέπει να συμβαίνουν στους ξερούς και ζεστούς τόπους. Όχι μόνο πρέπει να ανασκάπτονται οι λάκκοι αλλά και όλο το έδαφος τριγύρω, για να απορροφάται καλά η βροχή. Αλλιώς, πρέπει να ανοιχθούν όσο το δυνατόν μεγαλύτεροι και βαθύτεροι τάφροι. Στη συνέχεια, να συγκεντρωθούν τριγύρω και κοντά στο φυτό σωροί από χώμα προκειμένου να προστατεύεται όσο το δυνατόν περισσότερο το καλοκαίρι από την ζέστη.»

Θεόφραστος, Περί φυτών αιτίων 3 12 1

 

Οι τάφροι της ανασκαφής μας ήταν προσανατολισμένοι βόρεια-νότια, κατά τη φορά των τοπικών ανέμων που πνέουν από τον άξονα βορρά-νότου, και σύμφωνα με την παράδοση που ήθελε τον αμπελώνα να λαμβάνει υπόψη και τη φορά των ανέμων.

 «Σε ορεινούς τόπους και σε τόπους που είναι εκτεθειμένοι στον αέρα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η θέση του αμπελώνα σε σχέση με τους ανέμους. Τα φυτά δεν πρέπει να αναπτύσσονται αντίθετα αλλά σύμφωνα με τη φορά των ανέμων, για να μη σπάσουν αλλά και για να μην αναπτυχθούν παρά φύσει.»

Θεόφραστος, Περί φυτών αιτίων 3 12 319

Είχαν πλάτος 0,70-1,00 μ., απείχαν μεταξύ τους περίπου 1,50 μ. και ήταν ανοιγμένοι στις φυσικές αλλουβιακές αποθέσεις (χαλίκια και κροκάλες, όλων των μεγεθών). Στο ανώτερο τμήμα τους είχε καθιζήσει το στρώμα καταστροφής του κτιρίου και το κατώτερο ήταν γεμάτο με καστανό/καστανέρυθρο χώμα, αρκετά χαλαρό και αργιλλώδες,. που περιείχε άμμο και κατά τόπους απανθρακκμένα οργανικά στοιχεία. Προφανώς ο αμπελώνας εκτεινόταν στην πλαγιά και προς τον Όλυμπο, από όπου περισυνελέγη και ένας λίθινος ληνός, που δεν αποκλείεται να σχετίζεται.


Οι νέοι κλώνοι για την φυτεία έπρεπε να επιλέγονται από υγιή και ώριμα μητρικά αμπέλια, εύκαρπα, πολυφόρα και πολυόφθαλμα, όχι πολύ νεαρά (άρα ασθενικά) ούτε και γερασμένα. Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση που διέσωσαν τα Γεωπονικά, δεν έπρεπε να προέρχονται από την κορυφή του μητρικού αμπελιού ούτε από την βάση του, αλλά από το μεσαίο τμήμα του κορμού20. Για τον Θεόφραστο, τα νέα φυτά21 έπρεπε να προέρχονται από περιοχή ψυχρότερη του νέου αμπελώνα22, στην περίπτωση του Κομπολογιού ίσως από αμπέλια σε ψηλότερη πλαγιά του Ολύμπου. Λεγόταν ότι όλες οι επιφανειακές πέτρες έπρεπε να απομακρυνθούν διότι ήταν συσσωρευτές θερμοκρασιών που έβλαπταν το αμπέλι: ζέστη το καλοκαίρι, παγωνιά το χειμώνα23. Αντίθετα, οι πέτρες στα βαθύτερα στρώματα δρόσιζαν τις ρίζες το καλοκαίρι.

 

Οι νέοι κλώνοι κατά τη παράδοση φυτεύονταν συχνά με μία σειρά χειροπλήθεις πέτρες (όσες που να γεμίζει η φούχτα) γύρω από την ρίζα. Στον λάκκο ήταν δυνατόν να τοποθετηθούν μια φούχτα γίγαρτα, άσπρα για το λευκό, μαύρα για το μαύρο αμπέλι., πληροφορία που δεν μπορεί παρά να μας φέρνει στο μυαλό τα γίγαρτα που περισυνελέγησαν από τις τάφρους της ανασκαφής μας.


Αν τα νέα φυτά ήταν μοσχεύματα, δηλαδή φυτεύματα με ρίζα, η ρίζα του νέου φυτού μπορούσε κατά την παράδοση των Γεωπονικών να αλείφεται με υγρή κοπριά από βόδια. Προστάτευε, έλεγαν, τη ρίζα με την μυρωδιά της από σκουλήκια και ερπετά. Καταβάλλοντας ιδιαίτερη προσοχή για να μη τυφλωθούν οι οφθαλμοί του φυτεύματος, ο λάκκος γέμιζε με χώμα και (αν κρίνονταν σκόπιμο) με κοπριά. Στην συνέχεια έβαζαν νέα σειρά από πέτρες, παρόμοια με την προηγούμενη. Η κοπριά ζέσταινε και έτρεφε το φυτό, τα γίγαρτα το βοηθούσαν να ριζοβολήσει γρηγορότερα, οι πέτρες του εξασφάλιζαν ευρυχωρία και δροσιά το καλοκαίρι. Μερικοί μάλιστα άλειφαν τα άκρα της έδρας του νέου φυτού με ελάχιστη κεδρία, γιατί τα βοηθούσε να μη σαπίσουν και απομάκρυνε τα ερπετά με τη μυρωδιά της. Προκειμένου να έχει σωστή ανάπτυξη, ο αμπελουργός φρόντιζε και για την ριζοτόμησι των νέων φυτών, έτσι ώστε οι ρίζες τους να προχωρούνε βαθειά και όχι επιπόλαια24. Για να απορροφηθεί η επιπλέον υγρασία που προκαλούσε ασθένειες έσπειραν και άλλα φυτά στο αμπέλι, κυρίως κριθάρι και κυάμους που ήταν κατά τον Θεόφραστο τα ξηραντικότερα πάντων25. Άλλα φυτά φυτεύονταν επίτηδες μέσα στο αμπέλι προκειμένου να αποκτήσει ο καρπός κάποιες επιδιωκόμενες ιδιότητες, όπως πχ. ο ελλέβορος (σκάρφη) και ο μανδραγόρας προκειμένου να γίνει το κρασί απαλό, διουρητικό, καθαρκτικό26. Κάποτε πασπάλιζαν τον αμπελώνα με κοπανισμένους ορόβους και βαλανίδια και έφτιαχναν μια αγκαλιά για το νέο αμπέλι με άχυρο από όσπρια, κυρίως κουκιά27.


Οι αρχαίοι αμπελουργοί γνώριζαν τη μεγάλη ευαισθησία του αμπελιού στις οσμές και ήταν τόση η σημασία που έδιναν σε αυτή του την ιδιότητα, ώστε μερικές φορές ανακάτευαν το χώμα του υποψήφιου απελώνα με βρόχινο νερό και, αφού κατακάθιζε, δοκίμαζαν την γεύση που άφηνε το χώμα28. Εξάλλου, την εξαιρετική αυτή ευαισθησία29 την εκμεταλλεύτηκαν για να παράγουν διά της καλλιέργειας αρωματικούς οίνους, τους Μυροσταφυλίτες (με ευωδιά αψινθίου, ή Ιου του πορφυρού, ή ρόδου, ή Υακίνθου, ή Υσσώπου) που παρασκευάζονταν από μία τεχνητά αρωματισμένη άμπελο, την Μυροστάφυλο. Μείγμα τέτοιων οίνων, παλαιωμένο, ήταν πιθανότατα ο διάσημος Σαπρίας:

 «œsti dš tij oinoj, tÕn d¾ saprian kalšousi, oá kaˆ ¢pÕ stÒmatoj st£mnwn Øpanoigomen£wn Ôzei iwn, Ôzei de ·ρÒdwn, Ôzei d' Øakinqou· Ñsm¾ qespesia kat¦ p©n d' œcei Øyerefej dî,   ¢mbrosia kaˆ nšktar Ðmoà. toàt' estˆ tÕ nšktar, toÚtou cr¾ paršcein pinein en daitˆ qaleiV toisin emoisi filoij, toij d' ecqroij ek Pepar»qou»


Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές 1, 53

Ο Πλίνιος30 μας πληροφορεί ότι η Μυροστάφυλος αποκτούσε το άρωμα φυτεύοντας τα αρωματικά φυτά αψίνθιο και ύσσωπο γύρω από την ρίζα της αμπέλου. Ο Παλλάδιος, πάλι, αναφέρει ότι τα φυτεύματα εμβαπτίζονταν σε μύρο από αψίνθιο, ή ρόδο, ή ίο το πορφυρό, αναμεμειγμένο με φυτική γη, όπου και έμεναν μέχρι την εκβλάστηση. Στη συνέχεια μεταφυτεύονταν στον αμπελώνα. Ο Πάξαμος, τέλος, μας πληροφορεί ότι το ειδικό αυτό αμπέλι κατασκευαζόταν σχίζοντας τις κληματίδες και τοποθετώντας στη σχισμή το μύρο31.

Η αναγωγή της αμπέλου (περιποίηση προς σχηματισμό ύψους-πλάτους κλπ., φυτών παιδεία) ήταν πρώτο μέλημα των αμπελουργών. Η τυπική αρχαιοελληνίδα οινάμπελος κλαδευόταν βραχύκορμη και στεκόταν όρθια σαν μικρό ένα δεντράκι (ορθάμπελος32), με κοντά ή μακρύτερα κλήματα αναπτυγμένα κυκλικά γύρω από τον κορμό της, αχαράκωτα πριν βαραίνουν, κεχαρακωμένα με φούρκες (χάρακες ή κάμακες) όταν τη βάραιναν τα σταφύλια. Το κύριο πρόβλημα της αναγωγής ήταν το βάθος του κλαδέματος, που εξαρτιόταν και αυτό από το γένος, τον τόπο και το κλίμα33.

 «Η άμπελος πρέπει να αναπτύσσεται κυκλικά γύρω από τον κορμό της προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε καρπίζει καλύτερα, γίνεται και ομορφότερη. Δεν είναι δύσκολο να το πετύχει κανείς αν δεν επιλεγούν οι ισχυρότεροι από τους κλάδους αλλά εκείνοι που έχουν φυτρώσει σύμφωνα με την επιδιωκόμενη αγωγή. Αρκεί να μείνει ένας μόνο οφθαλμός στην σωστή θέση.
Το ερώτημα είναι σε ποιες χώρες πρέπει κανείς να βραχυτομεί [να κλαδεύει βαθειά] και σε ποιες, αντίθετα, να μακροτομεί τα αμπέλια. Τα υπόλοιπα θέματα διαμόρφωσης και κλαδέματος είναι παντού τα ίδια].»


Θεόφραστος, Περί φυτών Αιτίων 3 13, 3 και 3 14 2

 Νόμισμα των γειτονικών Ευρυμενών στη Θεσσαλία , με παράσταση αμπέλου.

 

Δεν γνωρίζουμε βέβαια το γένος της Κομπολογούλας. Θα ήταν, φαντάζομαι, μία τυπική αρχαιοελληνίδα οινάμπελος, για την εικόνα της οποίας και τη φυσική της αναγωγή μπορούμε να ανατρέξουμε στις πολυάριθμες αρχαίες απεικονίσεις οινάμπελων, ιδιαίτερα στο θεσσαλικό νόμισμα των γειτονικών Ευρυμενών.

 Χειρότεροι εχθροί της αμπέλου υπολογιζόταν πως είναι κάθε τι το παρά φύσιν, η αγεωργησία, τα τραύματα, και άλλες αρρώστιες, ζώα και «θηρία»34 Ιδιαίτερα ευαίσθητες στις αρρώστιες ήταν οι νεαρότερες και αδύναμες άμπελοι35. Ως αμπελουργική φαρμακία χρησιμοποιούσαν τους ζιζιλάμπη και γαγάτη λίθους, την Κιλικία και την αμπελίτιδα γη της Σελεύκειας Συρίας, τον κοράλιο λίθο και άλλα.

 

Μερικά φυτά θεωρούνταν βλαπτικά για την άμπελο, κυρίως η συκιά και η ελιά επειδή αφαιρούσαν πολλή από την τροφή του εδάφους και άπλωναν μεγάλη σκιά στο αμπέλι. Μερικοί φύτευαν αμυγδαλιές που χρειάζονταν λιγότερη τροφή, που ήταν πρωίκαρπες και ολιγόσκιες, ο Θεόφραστος όμως το επεσήμαινε και αυτό ως λάθος36. Άλλα φυτά ήταν βλαπτικά με τη μυρωδιά τους, όπως πχ. η αντιμεθυστική κράμβη. Μερικοί μάλιστα πίστευαν ότι είχε γεννηθεί από τα μάτια του Λυκούργου, διώκτη του Διόνυσου, και ότι μπορούσε να κάνει το αμπέλι άγονο37.

 

Όταν εκτρέπονταν λόγω υπερτροφίας, σε παρά φύση πολυκλαδία και αγονία38, καταβάλλονταν προσπάθεια να αφαιρεθεί μέρος της επιπλέον τροφής σχίζοντας τον κορμό της, γυμνώνοντας τις ρίζες της κλπ39. Στους μεγάλους παγετούς τη σκέπαζαν ολόκληρη ή μόνο τα άκρα των κλημάτων, για να προστατέψουν την είσοδο του κρύου στην καρδιά του φυτού, δηλαδή τη ρίζα40.

 Τρισδιάστατη (Β εναλλακτική ) αναπαράσταση του οικοδομικού συγκροτήματος στο Κομπολόι από ΒΑ.
 
 Τρισδιάστατη (Β εναλλακτική ) αναπαράσταση του οικοδομικού συγκροτήματος στο Κομπολόι από ΒΑ.
 
 Κομπολόι, Σύγχρονο φυτευτήρι και θραύσμα από αρχαίο (κικονία)
 
 Κομπολόι, Σύγχρονο και αρχαίο δικέλι.
 
 Κομπολόι, Σύγχρονο αμπελουργικό μαχαίρι, θραύσμα από αρχαίο και μεταγενέστερες παραστάσεις: μωσαϊκό με τρύγο και Αγιος Τρύφων, ο άγιος των αμπελουργών  
 
 Κομπολόι, Σύγχρονο φυτευτήρι και θραύσμα από αρχαίο.

 

 

Σημειώσεις


[1] Vitis Vinifera ssp silvestris, το φυσικό αγριάμπελο, για το οποίο βλ. πχ. H. P. Olmo, The Origin and Domestication of the Vinifera Grape, στο The Origins and Ancient History of Wine, ed. By P.E. McGovern, S.J. Fleming, S.H. Katz, Gordon and Breach Publishers 1996, σ. 31 Σήμερα φυτρώνει στις ίδιες περιοχές που καλλιεργείται το ήμερο [Vitis Vinifera ssp sativa] και ανήκει σε τρεις κατηγορίες: στα ημιαυτοφυή αμπέλια [από σπόρους καλλιεργημένων φυτών] στα εξαγριωμένα ήμερα αμπέλια, και στα πραγματικά αγριάμπελα που αποτελούν φυσικό στοιχείο της χλωρίδας του τόπου. Για το ελληνικό αγριάμπελο βλ. Β. Λογοθέτου, Αι Αυτοφυείς Αμπελοι ως πρωτογενές αμπελουργικόν υλικόν εν Ελλάδι, Επετηρίς της Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής Αρ. Παν/μίου Θεσ/νίκης, Θεσσαλονίκη 1962.

[2] Η υπερβολική παραγωγή πχ. μπορούσε να καταστρέψει το αμπέλι. Βλ. π.χ. Θεόφραστου, Περί Φυτών Αιτίων 2 11 2 : «poll£kij Operkarp»santadsndra di' ?sqsneian ?fau£nqh ka? m£lista toaq' ai ¥mpeloi p£scousi kailla depolUkarpa di¦ tO exanhlisqai t?n fUsin eij toYj karpoYj.» Για την αξία του αμπελώνα στα νεώτερα χρόνια βλ. πχ. και Ι. Τζαχίλη στο, Ανθρωπος και χώρος, στο Ιστορία του Ελληνικού Κρασιού, ΕΤΒΑ 1990, σ. 42 : «όποιος καλλιεργεί ένα αμπέλι δεν οφείλει τίποτα ούτε αποδίδει τίποτα στον ιδιοκτήτη της γης. Το προϊόν είναι εξολοκλήρου του καλλιεργητή με απόλυτη συναίνεση του ιδιοκτήτη έως και με ευγνωμοσύνη του που δεν εγκαταλείπεται το αμπέλι στη φθορά. Το σχετικό επιχείρημα είναι ότι αν θα πρέπει να πληρώσει για το κτήμα δε θα προσέξει τα αμπέλια.»

[3] Βλ. πχ. Θεόφραστο, Περί φυτών αιτίων 1, 21, 3 , 5 1 , 5 5 , 5 6 . Από τον Δίδυμο επίσης αναφέρονται αμπέλια με πολύχρωμα σταφύλια. Βλ. Κασσιανού Βάσσου, Περί Γεωργίας (Γεωπονικά) 14.

[4] Παραθαλάσσια

[5]Που σέρνεται στο έδαφος.

[6] Αναδενδράς: αναρριχώμενη, κληματαριά. Με διάφορα σχήματα [αμάμαξις, στεγοειδής, καμαροειδής-θολοειδής, σπαλιωνοειδής, κραββατοειδής]. Δενδρίτης, αυτή που στηρίζεται σε άλλο δέντρο, κυρίως στα υγρά κλίματα.

[7]Βλ. Θεόφραστος, Περί φυτών αιτίων 1 9

[8]Θεόφραστος, Περί φυτών αιτίων 4 11. Ανάμεσα στα ελληνικά φαγώσιμα γένη αναφέρονται από τον  Δημ. Κισσόπουλο οι : αβούβαστος [αμάμαξις], αιγία [Αχαϊα], αιγυπτία [σωχίς], αιζαζία-αλεξανδρινή [Τρωάδα], αμάμαξις, αμιναία συριακή, βούμασtος, δακτυλίς, δίφορος σμυρναϊκή [καρποφορία διπλή], εδάνη, ελάεως [Αμάμαξις?], ίππουρις, ιππώνειος, κάδουσα, κρητική, κυδωνίτης, λαγεία, λίβυσσα, μεγάσυρνος, μελικηρίς, μόργιον, νικοστρατεία, οινόπη, ορθάμπελος, παιδοβάτιον, πελμηρίς, περγαία, πετραία, ροδωνία, ροδία, σαμία, σμυρναϊκή, στεφανίτις, στρεπτίς, συριακή, συρεντίνος, σωχίς αιγυπτία, τορνία, φοινικοβάλανος, χαιρένιοςαμίτις], χαρόπη.
 Ανάμεσα στα γένη οινοποιίας αναφέρονται οι αλθηφιάς [αρχαιοτάτη στην Αργολίδα], αλωπέκειος [σημ. Αλεπού?], αμέθυστον [κρασί αδύναμο], αμιναία [α. Μικρά, β. Μεγαλυτέρα: αρχαιοτάτη και πολυφόρος], ανθηδονιάς [εκλεκτή, αρχαιοτάτη στην Αργολίδα], αργήτης, αρκαδική, ασπενδία, αφυταίος, βασιλική [Δυρράχειο], βιβλίνη [βιβλία, ειλεός. θρακία και ναξία], βολωνή [Βιθυνία], διονυσιάς [ιερά, πράμνειος], δρακόντιον, δροσαλλίς [Βιθυνία], ειλεός, ευγένιος, θασία, θηριακή [κλήμα φύσει λεπτόν και ασθενές. Αθήρι?], θρινία [Κρήτη], κανθάρειος-κάπνειος, κερκυραία [λευκή], κερυνιακή [Αχαϊα], κορώνεως [Μαυροκόρακας?], κυπριακή, λευκοθρακία [Βιθυνία], λιβάνιος, λημνία, μαλβαζία [από την οποία ο μονεμβασιώτης τα νεώτερα χρόνια], μαρεωτική [Αίγυπτος], μαρωνεία, μεθύσεως, πελλαία [φαιόχρους σταφυλή], πράμνειος [μαύρη, αρχαιοτάτη, διάσημη [Ικαρία, Εφεσος, Λέσβος, Κρήτη] πραμνία λευκή [ψιθία], σοφορτία, στίχα, τροιζηνία, υπεριάς [αρχαιοτάτη στην Αργολίδα], χλωρίς [Βιθυνία], ψιθία [2 είδη, η μία πραμνία λευκή. Κρήτη, Βιθυνία, Αττική].

Βλ. Δ. Κισσόπουλου, Η οινολογία των αρχαίων:  Αμπελοι και σταφυλαί, Χημικά Χρονικά, Ιανουάριος Μάρτιος 1949, τόμος 14, αρ. 1-3.

[9]Βλ. Πχ. Κασσιανού Βάσσου Σχολαστικού, Περί Γεωργίας [Γεωπονικά] Ε 17, Φλωρεντίνου

[10]Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας 4 13 2 15

[11]Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας 4 13 4 , 4 13

[12]Τα γένη δεν επιτρεπόταν κατά την παράδοση να φυτεύονται μαζί και ανακατεμένα, ήταν όμως δυνατό να φυτεύονται διαφορετικά γένη σε ξεχωριστά τμήματα του ίδιου αμπελώνα. Βλ. και Κ. Βάσσου Σχολαστικού Περί Γεωργίας [ Γεωπονικά] Ε 15, Φρόντωνος. Ε 16, Σοτίωνος. Βλ. και Columella, Rei rusticae 3 4 5 «Για τις βροχερές χώρες κατάλληλα είναι τα νέα φυτά με μεγάλο πάχος αφού όπως είπαμε πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ισχυρότερα. Σε ξερούς, θερμούς τόπους το νέο φυτό δεν πρέπει να είναι ούτε παχύ ούτε εξαιρετικά λεπτό. Το πρώτο δεν θα φυτρώσει χωρίς βροχή, το δεύτερο είναι τόσο ασθενικό που ίσως να ξεραθεί πριν ακόμη βλαστήσει.» Βλ. και Διογ. Λαέρτιος, Χ, 4.

[13]Βλ. Κ. Βάσσου Σχολαστικού Περί Γεωργίας [Γεωπονικά] Ε 2, Φλωρεντίνου.

[14]Βλ. Θεόφραστος, Περί φυτών αιτίων 3 6 8 Βλ και Πλούταρχο, Συμποσιακών βιβλίον πέμπτον, πρόβλημα Γ, Κ. Βάσσου Σχολαστικού Περί Γεωργίας [Γεωπονικά] Ε, 1, Φλωρεντίνου.

[15]Αποθησαυρισμός αρχαιότερων κειμένων για γεωργικά θέματα από τον Κασσιανό Βάσσο που έζησε γύρω στο 600 μΧ. και διέσωσε πολύτιμα κομμάτια της αρχαίας ελληνικής γραπτής παράδοσης. Το βιβλίο επανεκδόθηκε, άγνωστο από ποιον, τον 10ο αι. μΧ., ύστερα από παραγγελία του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου.

[16]Βλ. Κ. Βάσσου Σχολαστικού Περί Γεωργίας [ Γεωπονικά] Ε 5, Δημοκρίτου. Μερικές φορές, στα πολύ ψυχρά κλίματα, οι υγροί τόποι θεωρούνταν ευνοϊκοί, διότι μαλάκωναν την παγωνιά και προστάτευαν τα φυτά, κυρίως την ελιά. Βλ. Θεόφραστος, Περί φυτών αιτίων 5 14:

[17]Βλ. πχ. και Γ.Α. Πίκουλα, «Οι αρχαίοι αμπελώνες στο ιερό του Διός στη Νεμέα», ΗΟΡΟΣ 14-16 (2000-2003) 395-40, όπου και παλιότερη βιβλιογραφία.

[18]Βλ. και Στράβων 15, 3, 11.

[19]Βλ. και Columella, Rei rusticae 3, 12 5-6 : «Υπάρχει τέλος, μια πολύ παλιά διαφωνία για τον προσανατολισμό του αμπελώνα. Ο Saserna τον προτιμά προς την ανατολή, μετά προς τον νότο και τέλος προς τη δύση. Ο T. Scrofa θεωρεί τον νότιο προσανατολισμό ανώτερο από όλους. Ο Βιργίλιος απορρίπτει τον δυτικό και οι Δημόκριτος και Mago προτιμούν τον βόρειο γιατί τα αμπέλια γίνονται παραγωγικότερα [μολονότι βέβαια μπορεί να πέσει η ποιότητα]. Φαίνεται ότι κάνει καλό sτα φυτά να έχουν νότιο προσανατολισμό στα κρύα κλίματα και ανατολικό στα θερμά, εφόσον βέβαια δεν τα πιάνουν οι νότιοι και νοτιοανατολικοί άνεμο. Σε αυτή την περίπτωση, οι βόρειοι και δυτικοί άνεμοι είναι προτιμότεροι. Στις πολύ θερμές περιοχές, όπως στην Αιγυπτο και στη Νουμιδία, καλύτερα να προσανατολίζονται μονο βορεια
Βλ. και Κ. Βάσσου Σχολαστικού Περί Γεωργίας [Γεωπονικά] Ε 4, Περί κλιμάτων. Δημοκρίτου : «Μακριά από τη θάλασσα και με επιπνέοντα τον [δυτικό άνεμο] ζεφυρο, είναι προτιμότερος ο δυτικός προσανατολισμός.»

[20]Κ. Βάσσου Σχολαστικού Περί Γεωργίας [ Γεωπονικά] Ε 8, των Κυντιλίων.

[21]«σπέρματα» στο κείμενο του Θεόφραστου.

[22]Θεόφραστος, Περί φυτών αιτίων 3 11 5 Βλ. και Columella, Rei rusticae 3 4

[23]Κ. Βάσσου Σχολαστικού Περί Γεωργίας [ Γεωπονικά] Ε 19, Σωτίονος. Στους αμπελώνες με κλίση οι πέτρες αυτές θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί σε περιβόλους-αναλήμματα, πολλά παραδείγματα των οποίων διατηρούνται στις πλαγιές του Ολύμπου, δυστυχώς ανεξερεύνητους

[24]Θεόφραστος, Περί φυτών Αιτίων 3 8 1 , 3 9 5 11.

[25]Θεόφραστος, Περί φυτών Αιτίων 3 15 και 2 18 1, 3 10 3

[26]Θεόφραστος, Περί Φυτών Ιστορίας 9 10 3, Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής 4 162 , Πλούταρχος, Πως δει τον νέον ποιημάτων ακούειν Στεφ. 15 F 8

[27]Κ. Βάσσου Σχολαστικού Περί Γεωργίας [ Γεωπονικά] Ε 9, Φλωρεντίνου.

[28]Κ. Βάσσου Σχολαστικού Περί Γεωργίας [ Γεωπονικά] Ε 7, Διοφάνους

[29]Βλ. πχ. Θεόφραστος, Περί φυτών αιτίων, 2 18. Περί φυτών ιστορίας 4 16

[30]14-19-7

[31]Γεωπονικά, 4 9 Περί Μυροσταφύλου.

[32]Ο όρος στον Πλίνιο, Φυσική Ιστορία 1 4 40

[33]Θεόφραστος, Περί φυτών Αιτίων 3 14

[34]Θεόφραστος, Περί Φυτών Ιστορίας 4 14 7. Θεόφραστος, Περί Φυτών Αιτίων 2 15. Εχθροί της ήταν ακόμη η κατσίκα, η ακρίδα, ο σκώληξ, ο ίξ, ο ιψ [σκουλήκια αμπέλου], η κάμπια, η κέρκος [ζωίφιο], ο κοχλίας [σαλιγκάρι], η μέλισσα, ο ποντικός, η σελευκίς [διαβολοπούλι], το τζιτζίκι, η ψείρα. Αρρώστιες της, εκτός από την αγονία, ήταν η άμβλωσις [φθορά των οφθαλμών], η κρείττωσις [παρά φύση πολυκλαδία], η ροάς [πτώση καρπού πριν την ωρίμανση], η καύσις [πάγωμα], ο άνθραξ [βλογιά, λόβα?], η ερυσίβη [κρυπτογαμικαί νόσοι], ο κράμβος [συρρίκνωση, ξήρανση του καρπού πριν από την ωρίμανση, σείρικας?], ο σφάκελος [σάπισμα των ριζών, λύκος], η σήψις [λύσιμο] βλ. Δημ. Κισσοπούλου, Η Οινολογία των αρχαίων, Χημικά Χρονικά, Ο καρπός της αμπέλου, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1949, Τόμος 14, αρ. 7-9

[35]Θεόφραστος, Περί Φυτών Ιστορίας 4 14 2

[36]Θεόφραστος, Περί φυτών Αιτίων 3 10 6.

[37]Θεόφραστος, Περί Φυτών Ιστορίας 4 16 6 scholia vetera στον Αριστοφάνη, Ιππεις 539 β 1. Ησύχιος, κράμβη. Για τις ανυτιμεθυστικές της ιδιότητες βλ. και Αριστοτέλους Προβλήματα G. Οσα περί οινοποσίαν και μέθην

[38]Για την υπερβολική υγρασία και τροφή βλ. Θεόφραστος, Περί φυτών Αιτίων 2 15,. 1 20 5 , : Επίκτητος,: Dissertationes ab Arriano digestae 4 1 121 1 18 , Ιωάννης Φιλόπονος Σχόλια εις το πρώτον της περί ζώων γενέσεως Αριστοτέλους Πραγματείας, 14 3 43

[39]Θεόφραστος, Περί Φυτών Ιστορίας 2 7 5 , Θεόφραστος, Περί Φυτών Αιτίων 5 9

[40] Θεόφραστος, Περί Φυτών Αιτίων 5 12 , Θεόφραστος, Περί Φυτών ιστορίας 4 14 13