Παραμύθι για ένα αρχαίο αγρόκτημα στον Πλαταμώνα

Παραμύθι

 

για ένα αρχαίο αγρόκτημα

 

στον Πλαταμώνα.


Βίκυ Κορέλα, Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα, Γ

 

Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά-πολλά χρόνια, στην αυγή της ελληνικής ιστορίας, η περιοχή γύρω από τον Πλαταμώνα του Μακεδονικού Ολύμπου ήταν μια ξεχέρσωτη παραλία του Αιγαίου, γεμάτη  λόφους με πανέμορφα δάση, άγρια ζώα και νερά  που κυλούσαν από το βουνό μέχρι τη θάλασσα. Ακόμη και λιοντάρια είχε η περιοχή, όπως κάποιοι από τους αρχαίους ιστορικούς αναφέρουν.

Ο πλούσιος αυτός τόπος, στα σύνορα της αρχαίας Μακεδονίας με την αρχαία Θεσσαλία,  δεν πέρασε  απαρατήρητος από τους αρχαίους κατοίκους του τόπου μας.   Μερικοί πρωτοήλθαν εδώ με καϊκια από την θάλασσα, άλλοι από τους δρόμους που χαράζουν τα ποτάμια και τα φυσικά περάσματα  ανάμεσα στα βουνά.  Δρόμοι φτιαγμένοι από τον άνθρωπο δεν υπήρχαν. 

Για να ξαναβρίσκουν τον   δρόμο τους, οι πρώτοι κυνηγοί και οδοιπόροι  χρησιμοποίησαν  τα φυσικά σημάδια, όπως πχ. ένα δέντρο στην μία στροφή, έναν βράχο στην  άλλη, κάποιο ξέφωτο παραπέρα.

Μερικοί εφεύραν και άλλους τρόπους όπως πχ. μία σειρά από έρμακες , λιθοσωρούς δηλαδή για τον θεό των οδοιπόρων αλλά και σημάδι για την επόμενη φορά που θα διέσχιζαν το δάσος. Καμμιά φορά, όταν έβρισκαν έρμαια θηράματα των άγριων ζώων πάνω στους λιθοσωρούς, τα θεωρούσαν δώρα του καλού θεού στους πεινασμένους στρατοκόπους.

Αργά ή γρήγορα, οι δρόμοι άνοιξαν.

Η πλούσια αυτή γη, στα σύνορα της Μακεδονίας με την Θεσσαλία,  δεν ήταν δυνατόν να περάσει  απαρατήρητη από τους κατοίκους της γύρω περιοχής, τους αρχαίους δηλαδή Μακεδόνες. Νωρίς λοιπόν στην ιστορία, οι πρώτοι Πλαταμωνίτες έφεραν εδώ τις οικογένειες τους και οργάνωσαν τις μόνιμες κατοικίες τους.  Σιγά–σιγά, άρχισαν  να ξεχερσώνουν μερικά από τα δάση και να φτιάχνουν σπίτια, δρόμους και χωράφια που θα τους επέτρεπαν να μεγαλώσουν με ασφάλεια τα παιδιά τους  και να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. 

Όπως μάλιστα λεν οι αρχαιολόγοι, αυτοί οι μακρινοί μας πρόγονοι είχαν εγκατασταθεί στον λόφο του κάστρου τουλάχιστον 3.000 χρόνια πριν από την Γέννηση του Χριστού μας, πιθανόν και παλιότερα.   Αυτός ο λόφος άλλωστε έδωσε και το όνομα του στην περιοχή, γιατί «πλαταμών» στα αρχαία ελληνικά [και μάλιστα στα ομηρικά ελληνικά] σημαίνει έναν λείο βράχο που περιβάλλεται από τα νερά της θάλασσας ή των ποταμών.

Ο κ. [ας τον ονομάσουμεπ.χ.] Επαμεινώνδας έζησε πολύ αργότερα, στα κλασσικά χρόνια, και ήταν αρχηγός μιας από τις μεγάλες οικογένειες της περιοχής.   Ηταν μάλιστα ιδιοκτήτης της θέσης που οι σημερινοί Πλαταμωνίτες ονομάζουν 3 Πλατάνια.

 


Γρηγόρης Καλαϊτζέφ, Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα,  Τάξη Β΄2 [Ουρανός,ήλιος, πουλάκια, λουλούδια και 3 δένδρα.]

Τα 3 Πλατάνια βρίσκονται  ανάμεσα στους Ν.Πόρρους και τον Πλαταμώνα.  Τότε   βρισκόταν ανάμεσα στις αρχαίες πόλεις  Φίλα[κοντά στους Ν. Πόρρους] και  Ηράκλειο[κοντά στον Πλαταμώνα και τον Ν.Παντελεήμονα].  Πολύ κοντά βρισκόταν και η πανέμορφη πατρίδα του Ορφέα, τα Λείβηθρα [κοντά στη Σκοτίνα και τη Λεπτοκαριά]. 

Ο κ. Επαμεινώνδας, τα παιδιά του και τα εγγόνια του έφτιαξαν εδώ κοπάδια με γελάδια, με πρόβατα και  με γίδια.  Φύτεψαν αμπέλια, ελιές, σιτάρια και άλλα δημητριακά, όσπρια, φρούτα και λαχανικά και άλλα πολλά και διάφορα. Ενα από τα εγγόνια του πρώτου κ. Επαμεινώνδα, ο  Επαμεινώνδας ο 2ος  ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην Ασία.  

Όταν επέστρεψε, [με πλούσιες εντυπώσεις από την απλόχωρη Ανατολή αλλά και με άλλα πλούτη],  σκέφθηκε πως ήταν πλέον καιρός για την οικογένεια να αποκτήσει ένα μεγάλο σπίτι στο αγρόκτημα, μακριά από τον ασφυκτικό κλοιό των τειχών της πόλης και τα στριμωγμένα μικρά της σπίτια. 

 

 

Γιατί, πρέπει να ξέρουμε ότι οι αρχαίες πόλεις [αλλά και οι νεώτερες μέχρι να εφευρεθούν οι βόμβες και τα κανόνια] ήταν κτισμένες για ασφάλεια μέσα σε ψηλά τείχη, παρόμοια με τα βυζαντινά που σώζονται σήμερα όρθια στον Πλαταμώνα,  ή τα αρχαιότερα ερείπια [τα σύγχρονα με τον  κ. Επαμεινώνδα] που κοιτούν σιωπηλά το βυζαντινό κάστρο από απέναντι,  δηλαδή από τα Λείβηθρα.

 

 Τα κάστρα στον Πλαταμώνα  και στα Λείβηθρα

Ακόμη και για έναν παλιό πολεμιστή όπως ο κ. Επαμεινώνδας, ήθελε δύναμη και κουράγιο για να το πάρει απόφαση να φτιάξει  το σπίτι του έξω από τα τείχη.  Δεν ήταν μόνο οι πόλεμοι που έπρεπε να υπολογίζει κανείς, αλλά και άλλοι κίνδυνοι, όπως πχ. οι κλέφτες και οι λιποί κακούργοι.  Eπρεπε λοιπόν να είναι κατοχυρωμένη  η ασφάλεια που παρείχε στην ύπαιθρο ένα καλά οργανωμένο και ισχυρό κράτος.  Τέτοια ήταν όμως η  Μακεδονία του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα:   το ισχυρότερο κράτος της Ευρώπης, όλης της Μεσογείου και όλου του τότε γνωστού στους Ελληνες κόσμου.  Είχε γίνει ισχυρή χάρη στους Τημενίδες [Ηρακλείδες] βασιλιάδες της, την γενιά δηλαδή του Αλέξανδρου. Χάρη στον ίδιο τον Αλέξανδρο, τον πατέρα του Φίλιππο, αλλά και χάρη στους υπόλοιπους βασιλιάδες προγόνους τους.

Ένας χρησμός είχε κάποτε πει πως όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας ταφεί μακριά από την παλιά πρωτεύουσα, τις Αιγές [δηλαδή την σημερινή Βεργίνα]  τότε η δυναστεία των Τημενιδών θα πάψει να βαισλεύει στην Μακεδονία.

Πράγματι έτσι έγινε.  Οταν πέθανε ο Αλέξανδρος, τάφηκε στην Αίγυπτο.  Λένε πως έτσι το ήθελε ο ίδιος.  Γεγονός πάντως είναι ότι τα παιδιά του χάθηκαν και άλλαξε η δυναστεία των Τημενιδών στον θρόνο του βασιλείου.  Τότε άρχισε μία νέα περίοδος στην ιστορία της Μακεδονίας, που δεν επρόκειτο να έχει ευχάριστο τέλος.

Ο κ. Επαμεινώνδας όμως δεν υπολόγιζε ότι η ηρεμία που εξασφάλιζε για την περιοχή του η στρατιωτική παντοδυναμία της Μακεδονίας θα χανόταν  μαζί με τον Αλέξανδρο.  Έτσι, χωρίς ενδοιασμό αποφάσισε να κάνει μία μεγάλη οικογενειακή επένδυση στο αγρόκτημα των Τριών Πλατανιών.  Φώναξε ειδικά μαστόρια, διάλεξε ένα ωραίο σχέδιο και προχώρησε στην κατασκευή  ενός πολύ μεγάλου σπιτιού, που  ήταν σχεδόν δυόμισι στρέμματα  και είχε πολλά δωμάτια.   Όλοι οι περαστικοί της τότε Εθνικής Οδού  [δηλαδή του μεγάλου δρόμου που ένωνε την Μακεδονία με την Θεσσαλία] κοιτούσαν το μεγάλο αυτό σπίτι με θαυμασμό.  Έφτιαξε ακόμη, νομίζω, και  ένα μικρό λιμανάκι για να μεταφέρει  ευκολότερα τα υπάρχοντά του: αυτά που θα πουλούσε και εκείνα που θα αγόραζε.  Έφτιαξε και έναν ψηλό πύργο για να αισθάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια.  Ο κ. Επαμεινώνδας, ήταν πολύ περήφανος για τα δημιουργήματα του, ακίνητα και κινητά: το σπίτι, την οικοσκευή και την παραγωγή του.

Το αγροτόσπιτο δεν έμοιαζε με τα σημερινά μας σπίτια όπου παράθυρα, μπαλκόνια και βεράντες, όλα κοιτούν τον δρόμο και την θέα έξω από το σπίτι .  Αντίθετα,  το σπίτι του κ. Επαμεινώνδα [όπως και τα υπόλοιπα αρχαία σπίτια] ανέπνεε και φωτιζόταν από την εσωτερική του αυλή, συνήθεια ζωντανή στην Ελλάδα ως τους νεώτερους παππούδες μας.   Γύρω-τριγύρω από την αυλή υπήρχαν ωραίες ξύλινες στοές με κεραμίδια.  Μεγάλο άνοιγμα του σπιτιού προς τον δρόμο ήταν μόνο η κύρια είσοδος προς την εσωτερική του αυλή. 

 

Αύλεια θύρα και κλειδί

 

Η πόρτα αυτή, η αύλεια θύρα [όπως την έλεγαν]  άνοιγε με ένα πολύ μεγάλο κλειδί,  διαφορετικό από αυτά που έχουμε σήμερα.  Τα αρχαία κλειδιά βλέπετε, καθόλου δεν έμοιαζαν με τα σημερινά.  Κι αν κάποιοι από τους αρχαίους δεν  είχαν φροντίσει να μας κληροδοτήσουν τις ζωγραφιές τους, ίσως να μη τα αναγνωρίζαμε όταν τα βρίσκαμε στις ανασκαφές.

 

 

Τα παράθυρα που έβλεπαν προς τον δρόμο ήταν πολύ ψηλά και απλές θυρίδες, δηλαδή φεγγίτες που χρησίμευαν μόνο για τον φωτισμό και τον αερισμό του σπιτιού.

 

Το σπίτι κτίσθηκε με λίθινα θεμέλια.  Τα μαστόρια του κ. Επαμεινώνδα διάλεξαν με προσοχή  τις πέτρες από την γύρω περιοχή του Ολύμπου και τις έκτισαν όμορφα-όμορφα την μια πάνω στην άλλη χρησιμοποιώντας ως συνδετικό ύλικό τον πηλό.  .  Βλέπετε, αυτή την εποχή οι άνθρωποι στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν τον ασβέστη μόνο στα ασβεστώματα των τοίχων και όχι στα συνδετικά τους κονιάματα όπως σήμερα. 

Τις πολύ μεγάλες πέτρες τις επεξεργάστηκαν, τις υπόλοιπες τις χρησιμοποίησαν όπως τις βρήκαν στη φύση.  Εκτός από το θεμέλιο, η λίθινη αυτή βάση του σπιτιού υψωνόταν κανένα μέτρο, ίσως και  ψηλότερα πάνω από το έδαφος. Το ψηλότερο τμήμα των τοίχων ήταν κατασκευασμένο με πλιθιά ψημμένα στον ήλιο.  Τα εσωτερικά χωρίσματα των δωματίων στον όροφο τα κατασκεύασαν με πλέγμα από κλαδιά και πηλό, όπως συνήθιζαν να κτίζουν οι άνθρωποι στον τόπο μας μέχρι τα νεώτερα χρόνια.  Η στέγη του σπιτιού τέλος, ήταν πολύ περιποιημένη με πρώτης ποιότητα ξυλεία από τον Ολυμπο και καλοψημένα κεραμίδια.

Η μία πλευρά του σπιτιού ήταν διώροφη με ωραία δωμάτια και στοά-βεράντα.  Πρώτη από όλα τα δωμάτια, εδώ επάνω βρισκόταν η κρεβατοκάμαρα του κ. Επαμεινώνδα και της κ. Φίλας [συνονόματης με την πόλη].  

Γι αυτή την κρεβατοκάμαρα όλες οι γυναίκες του σπιτιού [από τη μάνα και τη γυναίκα του μέχρι και την τελευταία υπηρετριούλα] έδειχναν πολύ, μα πάρα  πολύ μεγάλη επιμέλεια.  Όχι από φόβο, αλλά από αγάπη και σεβασμό για τον κ. Επαμεινώνδα και τις λίγες ώρες που πήγαινε να αναπαυθεί. 

Γιατί, ο κ. Επαμεινώνδας ήταν αυστηρός και τελειομανής άρχοντας, ήταν όμως και ένα πολύ δίκαιο αφεντικό [με πραγματική αρχοντιά] που φρόντιζε το προσωπικό και τα υπάρχοντα του  με ευλαβική συνέπεια και διορατικότητα. 

 

 
 

 

 

Ο δεύτερος αυτός όροφος ήταν το βασίλειο των γυναικών, ο γυναικωνίτης. Εδώ  δεν επιτρεπόταν να μπει ξένος άντρας, παρά μόνο ο κ. Επαμεινώνδας και οι δύο γιοί του. Σε αυτά τα δωμάτια, και κυρίως στην κρεβατοκάμαρα, ήταν τα εικονίσματα των θεών [δηλαδή των αγίων της εποχής] που προστάτευαν τον γάμο και τη γέννηση. Εδώ εξάλλου βρισκόταν και το δωμάτιο που φυλάσσονταν πολύτιμα αντικείμενα της οικογένειας.

Όταν μετακόμιζαν από την γειτονική πόλη [όπου το σπίτι τους ήταν αναγκαστικά μικρό] οι γυναίκες της οικογένειας και του προσωπικού  έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας.  Γιατί στα 3 Πλατάνια τόσο  οι άνθρωποι  όσο και  τα πράγματα είχαν όλα την δική τους θέση.  Τα πάντα ήταν οργανωμένα και  τακτοποιημένα σε ντουλάπια, σε συρτάρια και σε πολλές-πολλές αποθήκες. 

 

Μονάχα οι γυναίκες που καθάριζαν και τακτοποιούσαν τα πράγματα γκρίνιαζαν πότε-πότε, αφού ήταν αναγκασμένες να τακτοποιούν ακόμη και μετά την δύση του ηλίου,  με αναμμένα δηλαδή τα λυχνάρια.  Περισσότερο όμως διαμαρτύρονταν από νάζι,  παρά που προτιμούσαν στα αλήθεια να μένουν στενάχωρα στην πόλη.

 

Η μικρότερη κόρη του κ. Επαμεινώνδα, η  Ευριδίκη, που μόλις έμπαινε σε ηλικία γάμου, προβληματιζόταν λιγάκι, γιατί δεν μπορούσε πια να βλέπει από τον  φεγγίτη του δωματίου της τον όμορφο κ. Αλκέτα [γιό του κ. Ορφώνδα, φίλου του πατέρα της από τα Λείβηθρα] που περνούσε για να πάει στην αγορά, στην παρακάτω γωνία.  Θυμόταν μάλιστα με νοσταλγία τις φορές εκείνες που ο κ. Αλκέτας σταματούσε κάτω από το παράθυρο, για να μιλήσει με την θεία της που έμενε ακριβώς απέναντι. 

Αλλά  όμως, η Ευριδίκη λάτρευε τα 3 Πλατάνια επειδή εδώ ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσαν να φιλοξενηθούν όλες οι φιλενάδες της από τις γύρω πόλεις, να απομονωθούν κάπως από τους μεγάλους, να παίξουν, να τραγουδήσουν, και κυρίως να κουτσομπολέψουν τον Αλκέτα και τα άλλα παλληκάρια της πόλης.  Οταν πάντως έμενε μοναχή, ασχολιόταν κυρίως με τον εαυτό της και σκεφτόταν τον Αλκέτα, την επιστροφή της στην πόλη και το παράθυρο.

Η καρδιά όμως του σπιτιού στα Τρία Πλατάνια χτυπούσε καθημερινά κάτω από την ξύλινη σκάλα.   Δηλαδή, στην εσωτερική αυλή του σπιτιού, στις στοές της και τα δωμάτια που βρισκόταν τριγύρω.  Καταρχήν, εδώ  κάτω βρισκόταν η μεγάλη αδυναμία του κ. Επαμεινώνδα και των γιων του, Περδίκκα και Λυσίμαχου: το κελλάρι με το κρασί.  Το κρασί αυτό ο κ. Επαμεινώνδας το παρήγαγε από δικά  του αμπέλια και αισθανόταν μεγάλη περηφάνια γι αυτό. Ο κ. Επαμεινώνδας συναγωνιζόταν σε ποιότητα [όχι βέβαια και σε ποσότητα] την παραγωγή του φίλου του, του κ. Ορφώνδα από τα Λείβηθρα, που ήταν επαγγελματίας οινοποιός και είχε την βιοτεχνία του στο Κομπολόι, κοντά στην παραλία των Λειβήθρων.  Καλλιεργούσαν μάλιστα ένα ειδικό αμπέλι, την Κομπολογούλα, που οι πρόγονοι του κ. Ορφώνδα είχαν μεταφέρει από τα Λείβηθρα στο Κομπολόι.

Το κρασί έβραζε και ωρίμαζε σε μεγάλα πιθάρια και στη συνέχεια μεταγγίζονταν σε αμφορείς όπου σφραγίζονταν.  Οι αμφορείς  αυτοί ήταν  οι μποτίλιες της εποχής.

 

Αριστερά: Μαριάνθη Ρουμπιέ, Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα, Πέμπτη τάξη.
Δεξιά: Κατερίνα Γραβάνη, Πέμπτη  Τάξη Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα

 

 

 

Αριστερά: Εύη Κουταλια : Εκτη  Τάξη Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα
Δεξιά : Αναστασία Ντου Τοιτ : Εκτη  Τάξη Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα

 

Όταν το αφεντικό καλούσε τους φίλους του σε συμπόσια, πολλοί ερχόταν απρόσκλητοι [παράσιτοι όπως  τους ονόμαζε ο κ.  Επαμεινώνδας] μόνο και μόνο για να δοκιμάσουν το κρασί που ήταν παραγωγή του κ.  Επαμεινώνδα.  Τα συμπόσια αυτά γινόταν κάποια αξέχαστα βραδινά σε μία ειδική αίθουσα του ισογείου.  Λεγόταν ανδρώνας, γιατί στις ψυχαγωγίες αυτές δεν έπαιρναν μέρος οι γυναίκες του σπιτιού, παρά μόνο οι χορεύτριες και οι τραγουδίστριες των θιάσων που καλούσε από την πόλη ο κ. Επαμεινώνδας για να διασκεδάσουν οι φίλοι του.

Έμειναν περιώνυμα τα πάρτι αυτά του κ. Επαμεινώνδα.  Για το ωραίο κρασί, τα πλούσια φαγητά, τους χορούς και τα τραγούδια, τα διάφορα εφφέ, τα δώρα που μοίραζε στους φίλους του, τα πλούσια σκεύη που καμία φορά μάλιστα τα έσπαζε πάνω στο κέφι του.  

Η διασκέδαση δεν περιοριζόταν βέβαια μονάχα στην ωραία αυτή αίθουσα του ισογείου, αλλά συνεχιζόταν στην στοά που βρισκόταν  μπροστά της  και στην εσωτερική αυλή του μεγάλου σπιτιού.

Πότε-πότε μάλιστα μερικοί από τους παράσιτους [όπως πχ. οι κ.κ. Στεμφυλοχαίρων και Τραπεζοχάρων] ήταν κακοηθέστατοι γιατί έφευγαν στα κρυφά μέσα στη νύχτα κλέβοντας πολύτιμα σκεύη του συμποσίου.  Αυτός ήταν και ο λόγος που ο κ. Επαμεινώνδας φύλαγε την αύλεια θύρα με δύο μεγάλα και ωραία σκυλιά, τον Μολοσσό και τον Κνώσσιο.

 

Τα μεγάλα αυτά βραδινά του κ. Επαμεινώνδα κρατούσαν συνήθως μέχρι το ξημέρωμα της άλλης μέρας.  Όταν το προσωπικό ξυπνούσε στα δικά του δωμάτια που βρίσκονταν τριγύρω από την αυλή και ξεκινούσαν με το καλό οι δουλειές της ημέρας,  τότε συνήθως έφευγαν από το σπίτι οι τελευταίοι επισκέπτες.  Εκείνα τα πρωινά όλοι προσπαθούσαν να μη κάνουν θόρυβο για να μη ξυπνήσει ο κ. Επαμεινώνδας και οι γιοι του, πράγμα πολύ δύσκολο γιατί στην αυλή και τις στοές της γινόταν συνήθως όλες οι δουλειές του σπιτιού. 

 

Εκείνες τις ημέρες η ίδια η κ. Φίλα  έβγαινε στην αυλή [συνήθως με την ρόκα της] και φρόντιζε με αυστηρότητα να μή γίνεται φασαρία για να μη ξυπνήσουν τον άνδρα της.  Ιδιαιτέρως πρόσεχε τον κυρ-Πολυκράτη, τον αγαπημένο υπηρέτη του άνδρα της, που τα είχε λίγο χαμένα από τότε που γύρισε με τον κ. Επαμεινώνδα από τους πολέμους της Ασίας. 

 

Ο κ. Πολυκράτης καθόταν τότε σε μία γωνία της αυλής, έψηνε σουβλάκια, έπινε κρασάκι Κομπολογούλας  και έγραφε μισομεθυσμένες επιστολές σε διάφορους συγγενείς και φίλους: στον ομοϊδεάτη του κ. Αλκίφρονα από την Αθήνα, στην κ. Χρονία, μία ξαδέλφη που είχε μετακομίσει στην καινούρια μεγαλούπολη που μόλις είχε ιδρυθεί από τη νέα δυναστεία, δηλαδή τη Θεσσαλονίκη, στον ανιψιό του τον Οινοπίωνα που σπούδαζε στην Αλεξάνδρεια, στον εγγονό του Φιλίσκο που είχε μπλέξει με προοδευτικές, δήθεν, παρέες στην Αθήνα [που δεν πίστευαν σε θεό και οικογένεια] και σε άλλους. 

 

 

Κύριο θέμα των επιστολών του κ. Πολυκράτη ήταν τα δεινά της μεγαλούπολης και τα καλά της υπαίθρου, όλα με υπερβολή και κάποια προκατάληψη.  Περιέγραφε δηλαδή με θεϊκά χρώματα την υγιεινή ζωή της υπαίθρου, και με τον χειρότερο τρόπο τα προβλήματα της μεγάλης πόλης.  Την θεωρούσε   «καταφύγιο άχρηστων και καλοπερασάκηδων», όπως χαρακτήριζε  άδικα τους φίλους του  Οινοπίωνα,  γεμάτη με «απάνθρωπους, ξιπασμένους, κυνικούς και αλαζόνες»  όπως ήταν δυστυχώς πολλοί από τους συντρόφους  του Φιλίσκου. 

 

Τις ημέρες μετά τα βραδυνά συμπόσια, οι γυναίκες του σπιτιού έκαναν μεγάλη καθαριότητα.  Εβρισκαν τότε πολλά σπασμένα και χαλασμένα πράγματα του σπιτιού πάνω στην αυλή και τα  πατώματα, τα περισσότερα από το προηγούμενο βράδυ.  Τα πετούσαν συνήθως μέσα σε ένα  πηγάδι της αυλής που είχε από καιρό στερέψει.

 

Που και που βέβαια έβρισκαν από κανένα νόμισμα και άλλα χρήσιμα πράγματα που τα καθάριζαν και τα τακτοποιούσαν στη θέση τους, , όπως αυτά που βλέπετε στη συνέχεια. Η Ευριδίκη ωστόσο, αντί να ψάχνει στα πατώματα θαύμαζε και κυνηγούσε τις πεταλούδες.

 

 

Ζεμφιρα Μπαγντασαροβα,  Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα  Α' Τάξη, πεταλούδα και αρχαία

 

Ελευθερία Γκάρα, Δημ. Σχολ. Σκοτίνας, Τάξη Δ.   Δεξιά: Δήμητρα, Δημ. Σχολ. Σκοτίνας, Πέμπτη τάξη

 

 

 

Αριστερά: Κλειώ Γιργώλα  Δημοτικό  Σχολείο Σκοτίνας.   Eνας αμφορέας, δύο λυχνάρια, δύο ζάρια, 6 βώλοι, 2 αγνύθες και 1 πινάκιο με διάφορα χρώματα.

Δεξιά: Αναστασίου , Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα, Τρίτη τάξη.  Χρυσό νόμισμα με τον κεραυνό του Δία,  Ευγενία

 

 

 

Αριστερά: Εμανουέλα Λατίφη, Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα, Πέμπτη τάξη.   Νόμισμα, αγγείο.

Δεξιά: Νικολέτα Γκατζά, Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα, Γ τάξη.  Πήλινο δοχείο, πιάτο, ποτήρι, δύο λυχνάρια.

 

Αριστερά: Π.Ν., Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα, Γ τάξη.

Δεξιά: Αχιλλέας Αθανασίου, Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα, Γ τάξη

 

Αριστερά: Ευαγγελία Πατσιατζή.  Πέμπτη  Τάξη Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα. Αγγείο με νομίσματα.

Δεξιά: Μαρία Καντάρα, Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα, Πέμπτη τάξη.  Bαρίδιο, νόμισμα, πιατάκι με σπόρους ελιάς και πετραδάκια.

Αριστερά: Εύη Κουριάτη.  Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα ,  Τάξη Β΄2.  Eνα πιάτο,  κάτι νομίσματα, δύο αμφορείς.

Δεξιά: Ελένη Τσιντόλη.  Πέμπτη  Τάξη Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα.  Pινάκιο με σπόρους.

Δυστυχώς, το σπουδαίο αυτό αγροτόσπιτο δεν ήταν μοιραίο να ζήσει για πολλές γενιές. 

Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και  επιδρομές βαρβάρων από την βορειότερη Ευρώπη κατέστρεψαν τόσο το σπίτι όσο και τους περίφημους αμπελώνες του.  Το σπίτι γρήγορα ανακαινίσθηκε,  τα αμπέλια όμως φαίνεται ότι οριστικά μαράζωσαν.  Όλοι αισθάνθηκαν σα να είχε χαθεί ένα μέλος της οικογένειας, και μάλιστα πολυαγαπημένο.

Ο κ. Επαμεινώνδας δεν ξαναφύτεψε καινούρια αμπέλια.  Δικαιολογήθηκε με  μια αλήθεια που την γνώριζαν οι αρχαίοι από πάππου προς πάππο: «Αμπελοκαλλιέργεια και οινοπία ευδοκιμούν μόνο σε περιόδους ειρήνης, όχι στον πόλεμο».  Ο κ. Επαμεινώνδας αποφάσισε ότι πρέπει να ασχοληθεί και πάλι μόνο με τα κοινά και τον πόλεμο. Κύριο προϊόν του αγροκτήματος επρόκειτο να είναι στο εξής το λάδι. 

Πολλά και φοβερά πράγματα είχαν ήδη ακουστεί για τους βαρβάρους αυτούς της Ευρώπης που κατέστρεψαν το σπίτι και τα αμπέλια του κ. Επαμεινώνδα.  Μολονότι διάφορες ομάδες και έθνη, στην Ελλάδα τους ονόμαζαν γενικά Γαλάτες και Κέλτες.  Όλη η οικογένεια είχε κατά καιρούς ακούσει  με περιέργεια τις περιγραφές για την μακρινή πατρίδα των Γαλατών στον βορρά. Μία πατρίδα όπου αντί για βροχή έπεφτε τον χειμώνα χιόνι, όπου οι αέρηδες ξεγύμνωναν τους ανθρώπους και μετακινούσαν τις πέτρες, όπου τα ποτάμια αποκτούσανε γέφυρες από πάγο, και όπου, τέλος,  δεν υπήρχαν ελιές ούτε αμπέλια!

 

Τις περισσότερες πληροφορίες τις είχαν μάθει από έναν κρασέμπορα, τον κύριο Διόδωρο από την Σικελία,  που αγόραζε τους κρασαμφορείς με την παραγωγή του κ. Επαμεινώνδα και του κ. Ορφώνδα από τα Λείβηθρα. 

 

Ο κύριος Διόδωρος έκανε χρυσές δουλειές με αυτούς τους βορειότερους Ευρωπαίους  που  μολονότι λάτρευαν το διονυσιακό ποτό της Μεσογείου, οι ίδιοι δεν μπορούσαν να φτιάξουν παρά μόνο τα δικά τους κριθαρίσια ποτά.  Έτσι, ο κ. Διόδωρος τους μετέφερε πολλά φορτία κάθε χρόνο δια ξηράς, θαλάσσης και των ποταμών της Ευρώπης.  Ο κ. Επαμεινώνδας και ο κ. Ορφώνδας ήταν από τους καλύτερους προμηθευτές του.

 

Η κ. Φίλα είχε μείνει άναυδη όταν άκουσε από τον κ. Διόδωρο ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έπιναν το κρασί τους άκρατο, δηλαδή ανέρωτο.   Ούτε  μπορούσε να φανταστεί ότι ένας ολόκληρος λαός έπινε βαρβαρικά το κρασί ανέρωτο όπως κάποιοι γνωστοί του άνδρα της,  αλλά και ο κυρ Πολυκράτης που πολλοί τον έλεγαν για τον λόγο αυτό βάρβαρο.  Ολοι οι καθώς πρέπει και πολιτισμένοι άνθρωποι έπιναν κράσιν οίνου, δηλαδή κρασί [οίνο] ανακατεμένο με δροσερό νερό σε προκαθορισμένες αναλογίες. Ούτε που μπορούσαν τότε να φαντασθούν ότι αιώνες αργότερα το οίνου  θα εξέλιπε και η κράσις  θα κατέληγε να σημαίνει  οίνος,   δηλαδή κρασί!..

 

Η Ευριδίκη άκουγε με πολύ  μεγάλο ενδιαφέρον τις περιγραφές για το παράστημα, την ομορφιά, τα στολίδια και τα περίεργα πολύχρωμα ρούχα [ιδιαίτερα εκείνα που ονόμαζαν βράκες] των κατάξανθων αυτών ανθρώπων που γεννούσαν παιδιά με άσπρα  μαλλιά και που μερικές φορές άλειφαν τα δικά τους με άσπρες σκόνες για να φαίνονται ακόμη πιο πλούσια και λευκότερα.  Και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο κ. Διόδωρος τους περιέγραφε ως Σατύρους και Πάνες, ξωτικά μελαχρινά, σε όλες τουλάχιστον τις ζωγραφιές που η Ευριδίκη είχε δει ως τότε.  Της φάνηκαν επίσης πολύ ενδιαφέροντα όσα ειπώθηκαν για τους βάρδους  [δηλαδή τους ποιητές], τους δρουίδες [τους θεολόγους], για τους μάντεις,  για τον αινιγματικό χαρακτήρα των Γαλατών και για την τραχιά τους γλώσσα.

 

Ο κ. Επαμεινώνδας άκουσε με τη μεγαλύτερη δυνατή σοβαρότητα τον κ. Διόδωρο να περιγράφει τον πολεμοχαρή χαρακτήρα των Γαλατών, τις πολεμικές τους συνήθειες και τον οπλισμό τους.  Σαν να του είχε έρθει κάποιο νόημα από το μέλλον ρώτησε και έμαθε όλα όσα ήξερε ο  επισκέπτης έμπορος των κρασιών σχετικά με αυτό το θέμα.  Μερικά από όσα ειπώθηκαν ήταν πράγματι ανήκουστα.  Ο κ. Επαμεινώνδας μάλιστα  έβγαλε  την Ευριδίκη από το δωμάτιο όταν ο κ. Διόδωρος άρχισε να περιγράφει φοβερά και τρομερά πράγματα για βαρβαρικές συνήθειες των βόρειων αυτών ανθρώπων.  Όταν άρχισε να περιγράφει ανθρωποθυσίες και άλλα παρεμφερή θέματα,  η ίδια η κ. Φίλα  ανατρίχιασε και βγήκε μόνη της από το δωμάτιο. 

 

Γεγονός είναι ότι με αυτά και με άλλα πολλά που φρόντισε και έμαθε  ο κ. Επαμεινώνδας, συνειδητοποίησε ότι το αγαπημένο του αγροτόσπιτο δεν παρείχε αρκετή ασφάλεια για την οικογένεια.  Έβαλε τις γυναίκες να μαζέψουν όλα τα υπάρχοντα που μπορούσαν να μετακινηθούν και μετακόμισε μέσα στα τείχη, στο σπίτι δηλαδή της πόλης.  Για πάρα πολύ καιρό η οικογένεια δεν θα επέστρεφε στο αγροτόσπιτο.

 

Η Ευριδίκη στενοχωρέθηκε λίγο για τις φιλενάδες της, πολύ γρήγορα όμως ξεχάστηκε μπροστά στο παράθυρο.  Σύντομα παντρεύτηκε τον Αλκέτα και μετακόμισε στα όμορφα Λείβηθρα.  Από την πεθερά της θα μάθαινε αργότερα διονυσιακά μυστικά που ο κ. Επαμεινώνδας δεν είχε ποτέ του διανοηθεί.  Τα παιδιά και τα εγγόνια της θα γίνονταν στη συνέχεια μεγάλοι οινοπαραγωγοί αλλά και σοφοί ιερείς του Ορφέα και των Μουσών. 

 

Η κ. Φίλα συνέχισε  να ασχολείται με τις αγαπημένες της φιλανθρωπίες στην πόλη και ο κ. Επαμεινώνδας με τα πολιτικά και στρατιωτικά προβλήματα του τόπου.  Τα αγόρια του κ. Επαμεινώνδα [και αργότερα τα παιδιά και τα εγγόνια τους] ακολουθούσαν τον βασιλιά στον πόλεμο και την ειρήνη.

 

Όταν οι βάρβαροι ήλθαν από την Ευρώπη και λεηλάτησαν το σπίτι, τα μόνα πολύτιμα πράγματα που βρήκαν ήταν το κρασί που ωρίμαζε στα πιθάρια και τα αμπέλια.  Το κρασί το κατάπιαν σαν τις νεροφίδες  και τα αμπέλια τα κατέστρεψαν.  Οι βάρβαροι πήγαν-ήλθαν πάνω-κάτω σε ολόκληρο τον τόπο, έκαναν καταστροφές και λεηλασίες, αλλά τελικά νικήθηκαν και εκδιώχθηκαν. 

Όλη η ιστορία ήταν δυσάρεστη και πολύ-πολύ θλιβερή.  Ακόμη και στο ευχάριστο τέλος της, όταν δηλαδή νικήθηκαν. Γιατί  κάποιοι από αυτούς σκότωναν τις γυναίκες τους και αυτοκτονούσαν για  να μη πιαστούν αιχμάλωτοι.

Ο κ. Επαμεινώνδας πρόλαβε να δει το αγροτόσπιτο να ξανακτίζεται από τον μεγάλο του γιο και τα εγγόνια του.  Όταν έκλεισε τα μάτια για να πάει κοντά στους προγόνους του και τον Αλέξανδρο το αγροτόσπιτο έσφυζε και πάλι από ζωή.

Μολονότι υπήρξαν κάποιοι βασιλιάδες αντάξιοι της ιστορίας της Μακεδονίας [ανάμεσα τους και συγγενείς της κ. Φίλας],  η αντίστροφή μέτρηση είχε ήδη αρχίσει. 

 

Όταν αφεντικό ήταν ο κ. Επαμεινώνδας ο 6ος, τόσο το σπίτι όσο και όλο το αγρόκτημα γνώρισαν την τελική τους  καταστροφή. Γιατί, από αυτή τη  γειτονιά μπήκαν οι Ρωμαίοι από την γειτονική Ιταλία και  κατέλαβαν τη Μακεδονία.  Ευτυχώς και πάλι, ο νεώτερος κ. Επαμεινώνδας ήταν ένα διορατικό αφεντικό που είχε φροντίσει έγκαιρα να μαζέψει την οικογένεια, όλο το άμαχο προσωπικό και την περιουσία του σε μία μεγάλη και κρυφή σπηλιά πάνω στον Όλυμπο, γνωστή από πάππου προς πάππο μόνο στα αφεντικά της οικογένειας. 

Σπίτι, χωράφια, ζώα, ελιές, όλα καταστράφηκαν.

Αριστερά: ΑΡΙΣ ΛΑΤΙΦΙ, Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα  Ε Τάξη. 
Δεξιά: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΣΙΝΤΟΛΗ,  Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα  Α' Τάξη, Ηλιος. Πεταλούδα

Το μεγάλο αυτό κακό συνέβη το 168 πΧ.  Ήταν δυστυχώς η κατάληξη των ανταγωνιστικών εμφύλιων πολέμων ανάμεσα στα αδελφά κράτη της Ελλάδας, κάποια από τα οποία  είχαν προσκαλέσει τους ξένους, δηλαδή τους Ρωμαίους, για βοήθεια. Γιατί, μη νομίζετε ότι τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από σήμερα.  Τοπικισμοί και διχόνοιες υπήρξαν μόνιμη, σχεδόν ενδημική ασθένεια στις ελληνικές κοινότητες από τα αρχαία χρόνια, και η συνήθης αιτία των συμφορών μας κατά την διάρκεια της ιστορίας.

 

Έτσι άρχισε η μακραίωνη περίοδος της ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα.  Οι πόλεις της περιοχής σιγά-σιγά μαράζωσαν. Όταν μάλιστα οι Ρωμαίοι έκαναν αποικία ρωμαϊκή το Δίον, η περιοχή  σχεδόν εγκαταλείφθηκε. 

 

Ακόμη και ο τάφος του Ορφέα μεταφέρθηκε από τα Λείβηθρα  στην περιοχή του Δίου.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΙΑΡΗΣ  Πέμπτη  Τάξη Δημ. Σχολ.
Πλαταμώνα, Πιθάρι  μέσα σε λάσπη με γράμματα.
 

 

Τα Τρία Πλατάνια άρχισαν να ρημάζουν και το ερειπωμένο μεγάλο σπίτι να θάβεται κάτω από  τα ίδια του τα ερείπια, τα φερτά χώματα και το δάσος. 

 

Ελάχιστοι κάτοικοι είχαν μείνει σκόρπιοι σε όλη την περιοχή, ανάμεσα τους και αρκετά από τα εγγόνια του κ. Επαμεινώνδα.  Μόνο οι απαραίτητοι δρόμοι  και  τα λιγοστά χωράφια θύμιζαν πλέον την ανθρώπινη δραστηριότητα  στα Τρία Πλατάνια.  Το τοπίο επανήλθε στην φυσική του κατάσταση για περισσότερο από δύο χιλιετίες. 

 

Αφού πέρασαν μερικοί αιώνες, οι ελληνικοί τόποι ελευθερώθηκαν και πάλι, χάρη σε μια δική τους αυτοκρατορία, την βυζαντινή, που είχε πρωτεύουσα την πόλη του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου. Μερικά από τα εγγόνια του κ. Επαμεινώνδα αναζήτησαν την τύχη τους στην απέναντι ακτή, κοντά στην πρωτεύουσα  της πρώτης αυτής χριστιανικής  αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, και γύρω από την Μαύρη της Θάλασσα, με σκοπό να επιστρέψουν κάποτε. 

 

Τα  περισσότερα όμως έμειναν στη νέα πόλη που δημιουργήθηκε στη θέση του Ηρακλείου, δηλαδή στο κάστρο του Πλαταμώνα.    Εδώ τους βρήκαν αργότερα νέοι κατακτητές από την Ευρώπη και στη συνέχεια οι Οθωμανοί από την Ασία, που έμειναν στον τόπο αυτό πολλούς αιώνες. 

 

Κατά την διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας τα εγγόνια του κ.  Επαμεινώνδα μετακόμισαν στο Παντελεήμονον  [Παλιό Παντελεήμονα]  στην Πούρλια [Ανω Πόρρους], την [Παλιά] Λεπτοκαριά και την [Ανω] Σκοτίνα, όλα στον Όλυμπο.

 

Τον 20ο  μΧ. αιώνα και μετά την απελευθέρωση των ελλαδικών τόπων, όλοι αυτοί, από τα χωριά του Ολύμπου αλλά και από τη Μαύρη Θάλασσα, ξαναγύρισαν  στην όμορφη  παραλία του ολυμπικού πλαταμώνα:  Τον σημερινό Πλαταμώνα, τους Πόρρους, τον Νέο Παντελεήμονα, την Σκοτίνα, τη Λεπτοκαριά.  Στον Δήμο δηλαδή του Ανατολικού Ολύμπου. Έτσι, 2.200 χρόνια μετά την καταστροφή του αγροτόσπιτου, το τοπίο επρόκειτο και πάλι  να γνωρίσει έντονη την ανθρώπινη δραστηριότητα.  

Ένας σύγχρονος κ.  Επαμεινώνδας [κάπου 50ος στη σειρά των δισέγγονων του αρχαίου εκείνου Επαμεινώνδα]  προχώρησε σε νέες εκχερσώσεις και δημιούργησε νέα χωράφια στην περιοχή.  Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκχερσώνοντας και σκάβοντας στο χωράφι του μετακινούσε και κατέστρεφε ό,τι είχε απομείνει κρυμμένο στη γη από το εξοχικό του πανάρχαιου εκείνου προπάππου του.  

Σιγά-σιγά η περιοχή γέμισε  καλοκαιρινά εξοχικά ξένων, πολύ μικρότερα βέβαια από εκείνο του αρχαίου κ. Επαμεινώνδα.

Aυτά συνέβαιναν μέχρι το 1997 μΧ.   

Γιατί τότε … κατέφθασε επιτέλους ο εκσυγχρονισμός  των εθνικών δρόμων και σιδηροδρόμων.

Έφερε στον Δήμο Αν. Ολύμπου μεγάλα μηχανήματα  που άρχισαν να σκάβουν βαθειά ορύγματα για να κατασκευάσουν δρόμους, γραμμές και σήραγγες στα υψώματα του Ολύμπου, μεταξύ αυτών και κάτω από τον  μοναδικό πλαταμώνα του.  Έτσι, έφθασε η ώρα για να έλθει στο φως και το μεγάλο αγροτόσπιτο της αρχαίας Μακεδονίας.

Η βιασύνη για  να κατασκευαστούν τα νέα έργα ήταν πολύ μεγάλη. 

Τεχνικοί και επιστήμονες άρχισαν να καταφθάνουν από διάφορα μέρη της Ελλάδος, προκειμένου να γίνει μία σωστική αρχαιολογική ανασκαφή και να σωθεί ό,τι είχε από το αρχαίο αγροτόσπιτο του κ. Επαμεινώνδα.

 

Νίκος Αθανασίου  ΣΤ’  Τάξη Δημ. Σχολ. Πλαταμώνα

Το υπόστεγο που στεγάζει τα αρχαία μνημεία. 
Δηλαδή ένα αρχαίο σπίτι που διαλύθηκε στην
εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και 
που βρέθηκε πρόσφατα.