Σήμερα [Οι αρχαιολόγοι]

Σήμερα [Οι αρχαιολόγοι]

1997  μΧ.

Εκείνο το πρωϊνό στην Αθήνα, ο Φώντας σηκώθηκε από το κρεβάτι του ανήσυχος. 

Από το μυαλό του δεν έφευγε  η χθεσινή συζήτηση που είχε με τη μητέρα του για το μέλλον του αμπελώνα στο  Κομπολόι. «Είναι πολύ κουρασμένη  για να θυμώσω  μαζί της» σκέφθηκε,  ανοίγοντας  το παράθυρο να μπει ο πρωινός αέρας. Θόρυβος ανυπόφορος μπούκωσε  στο δωμάτιο, ύστερα και  το νέφος. 

  

Έκλεισε αμέσως βιαστικά, δικαιολόγησε μέσα του όλα τα νεύρα και τις κακκίες που δημιουργεί το περιβάλλον   στους  Αθηναίους, και ξανάφερε  στο  μυαλό του   τον αμπελώνα.

 

 

 

Από τότε που έχασαν τον πατέρα του, τον κ. Αλκη από τον Όλυμπο, η κ. Πόπη νοίκιαζε  τον αμπελώνα στον μπάρμπα Γιώργο, έναν ντόπιο παραγωγό που έφτιαχνε λίγο κρασί, πολύ τσίπουρο, και μαθήματα αμπελοκαλλιέργειας και οινοποιίας  στα παιδιά της, τον Φώντα και την Ευρυδίκη.  Όμως, σαν γνήσιο παιδί της εποχής του,  ο Φώντας  αγαπούσε περισσότερο τα κριθαρίσια ποτά, τη μπύρα  δηλαδή και το ουίσκι.  Από τότε μάλιστα που μεγάλωσε, είχε μεγάλο  μεράκι  να μετατρέψει τον αμπελώνα σε τουριστικό μπαράκι,  με πλούσια ευρωπαϊκά ποτά και  σφηνάκια.  Αυτή  ήταν η αιτία των καθημερινών του καβγάδων  με την κ. Πόπη και με την αδελφή του, την Ευρυδίκη.   Η κ. Πόπη καταγόταν από τη Μαύρη Θάλασσα, όπου οι παππούδες της υπήρξαν [όπως και του κ. Αλκη] μεγάλοι οινοπαραγωγοί και οινοπότες.  Ποτέ δεν μπόρεσαν να ξεχάσουν τους αμπελώνες που άφησαν πίσω τους, και η νοσταλγία για τα αμπέλια πέρασε σε όλα τους τα παιδιά και τα εγγόνια, με πιθανή εξαίρεση τον Φώντα.  Η μεγάλη του αδελφή, η Ευριδίκη, που ήταν αρχαιολόγος, κληρονόμησε τη νοσταλγία για τα αμπέλια, τη μεταμόρφωσε όμως σε μία σειρά από μελέτες για τον Διόνυσο και τα αρχαία αγγεία του πότου.  Και  οι δύο γυναίκες, η μητέρα και η αδελφή του Φώντα, αγωνίζονταν με πάθος [σαν πραγματικές μαινάδες]  για να σώσουν τον αμπελώνα  στο  Κομπολόι.   Σα να μην έφτανε αυτό, όλες τις τελευταίες   νύχτες  ο  Φώντας ονειρευόταν παραμύθια με αρχαίους και αμπέλια, όπως εκείνα που του μουρμούριζε η  αδελφή του.

 

Εκείνο το βράδυ, ο Φώντας και η Ευριδίκη  πήγαν στο  μπαράκι της γειτονιάς  για να συζητήσουν το πρόβλημα του αμπελώνα τους στο  Κομπολόι.  Ακόμη κι αν ήθελαν να μαλώσουν, στάθηκε ευτυχώς αδύνατο.  Ούτε καν μπόρεσαν να σταυρώσουν κουβέντα, αφού η μουσική ήταν πολύ δυνατή, το ποτό δυνατότερο, και η οχλαγωγία τριγύρω μεγάλη.  Κατέληξαν σε λίγο  μοναχοί, ο  καθένας σεριάνι στον κόσμο του.  Όταν ο Φώντας επέτρεψε σπίτι, αποκοιμήθηκε με την τηλεόραση ανοιχτή, αλλά [παραδόξως]  με το μυαλό του ξύπνιο.

 


Πρώτη-τον επισκέφθηκε η Κομπολογούλα

 

Όταν ξύπνησε, μόλις είχε τελειώσει μία συζήτηση  με τον κ. Αλκέτα για τις  μαινάδες.  Ανοίγοντας τα μάτια, όλες του οι  αισθήσεις ήταν γεμάτες με πανέμορφες εικόνες, ήχους  και μυρωδιές του  Ολύμπου.

Ξημερώματα σχεδόν,  πήρε το τραίνο για Κατερίνη.

 

 

Ένιωθε  μεγάλη ανάγκη  να απομονωθεί στο παλιό τους  σπίτι και να σκεφθεί στον καθαρό αέρα…

μέσως μετά τον Πλαταμώνα και πριν ακόμη φτάσουν  στη Λεπτοκαρυά, το τραίνο πέρασε από το Κομπολόι, στην αγροτική περιοχή Σκοτίνας και Λειβήθρων.  Ήταν μια περιοχή κοντά στον αμπελώνα,  όπου  έπαιζαν με την αδελφή του  όταν ήταν παιδιά και μάζευαν κεραμιδάκια  με σχέδια.   Στο μυαλό του ήλθαν  τα μεγάλα μάτια της Ευρυδίκης  όταν αντίκρισαν  πρώτη φορά τον Αλέξανδρο να λάμπει   μέσα στα χώματα.  Ήταν   το πρώτο νόμισμα  που  βρήκε και  παρέδωσε στο Μουσείο ο Φώντας, και η πρώτη φορά που άκουσε την αδελφή του να λέει ότι θα γίνει αρχαιολόγος.  Κοίταξε  έξω  από το παράθυρο με συγκίνηση,  και πετάχτηκε  από το κάθισμα με φρίκη:  μια σειρά από χωματουργικά μηχανήματα έσκαβαν με μανία τα χώματα.  Έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο και ειδοποίησε την αδελφή του.

Κανείς από τους κατασκευαστές δεν ήθελε να παραδεχθεί  ότι  όλες εκείνες  οι “αγριόπετρες”  [όπως τις έλεγαν] και τα σπασμένα κεραμίδια του Κομπολογιού ήταν πράγματα  αρχαία.   «Eίναι» έλεγαν, «κεραμιδαριό της τουρκοκρατίας»

Τα κεραμιδαριά της τουρκοκρατίας είναι πολιτιστική κληρονομιά  με  δική τους αξία, αλλά [δυστυχώς] η αναγνώριση των αρχαίων στα χώματα  είναι μια ειδική γνώση που την έχουν  μόνο οι αρχαιολόγοι.  Πολλά πράγματα λοιπόν  καταστράφηκαν  ανεπανόρθωτα.

Η βιασύνη για τα σύγχρονα έργα ήταν μεγάλη και οι οικονομικές δυνατότητες της Αρχαιολογίας μικρές.   Έτσι, οι κατασκευαστές των έργων αποφάσισαν να  πληρώσουν τα έξοδα των αρχαιολόγων για  να ξεκινήσουν  όσο το δυνατόν πιο γρήγορα  και οι δικές τους εργασίες.   Πρώτοι - πρώτοι έφτασαν από την Αρχαιολογία δύο εκπρόσωποι: ένας αρχαιολόγος και ένας εργοταξιάρχης.  Αμέσως μετά, ήλθαν και άλλοι έκτακτοι αρχαιολόγοι,   φύλακες, συντηρητές, σχεδιαστές, εργάτες της γης και σχεδόν όλοι όσοι είναι απαραίτητοι για ένα τέτοιο έργο.   Το τρίτο  βράδυ ήλθε και η   Ευριδίκη .  Ώρες πολλές κάθησαν τα δυό αδέλφια στο τραπέζι μιας παλιάς ταβερνούλας στη Σκοτίνα απέναντι από τα Λείβηθρα, ακούγοντας μουσική που τους επέτρεπε  να συζητήσουν.  Πίνοντας αργά-αργά το κρασάκι τους, ήλθαν στο κέφι και ξέχασαν τις διαφορές τους. 

Και όταν αργότερα ήλθαν οι αρχαιολόγοι,  έσυραν  όλοι μαζί τον χορό των αμπελιών  κάτω από  τα άστρα. 

Από εκείνο το βράδυ ο  Φώντας έπαψε  να βλέπει όνειρα με αρχαίους.  Από τότε  και στο εξής  έβλεπε  μόνο αρχαιολόγους  και αρχαιότητες. Ζήτησε μάλιστα να δουλέψει μαζί τους ως εργάτης της γης,  στην ανασκαφή που άρχιζε από την άλλη μέρα στο Κομπολόι.   Η Ευριδίκη του έκανε τα πρώτα μαθήματα.

 «Η Αρχαιολογία είναι μία αρχαιογνωστική επιστήμη»   του είπε «όπως η Ιστορία». 

«Η Ιστορία μελετά το παρελθόν με τη βοήθεια των γραπτών κειμένων.  Η Αρχαιολογία το μελετά με τη βοήθεια των υλικών κατάλοιπων του παρελθόντος, τα οποία αποκαλύπτει με τις ανασκαφές.

«Όλα τα υλικά κατάλοιπα συμβάλλουν στη γνώση του παρελθόντος. 

Τα θεμέλια των κτιρίων πχ. μας βοηθούν να αναπαραστήσουμε τα κτίρια των αρχαίων προγόνων μας, τα εργαλεία δείχνουν πως εργάζονταν, τα οστά και τα φυτικά κατάλοιπα επισημαίνουν τη διατροφή τους.  Η  γύρις βοηθά να αναπαρασταθεί το αρχαίο κλίμα κ.ο.κ.

 

«Οι αρχαιότητες είναι θαμμένες είτε επειδή κάποιος τις έθαψε στην αρχαιότητα [πχ. στους τάφους] είτε επειδή καλύφθηκαν από  μια φυσική καταστροφή [πχ. την έκρηξη κάποιου ηφαιστείου, ή μία καθίζηση από το διπλανό βουνό]  είτε επειδή τάφηκαν μέσα στα ίδια τους τα ερείπια και παραδόθηκαν  σε μία καινούρια  χρήση των ανθρώπων  ή της φύσης.

 

«Την βλέπεις την καημένη την αποθηκούλα» πρόσθεσε, και του έδειξε τα ερείπια της  παλιάς αποθήκης του σπιτιού τους στον Όλυμπο.  «Αν την αφήσουμε  ασυντήρητη, θα ταφεί τελικά μέσα στα ίδια της τα ερείπια και πάνω της θα φυτρώσουν χόρτα, θάμνοι και δέντρα. 

 

 

 

«Χθες σκάλισα τα ερείπια και έβγαλα από μέσα ό,τι σωζόταν από τη ραπτομηχανή της γιαγιάς. Μου έπεσε μάλιστα και ένα κατοστάρικο μέσα σε μία τρύπα. Πρόσεξα και άλλα σκαψίματα, του μπάρμπα-Γιώργου που μάζεψε τα εργαλεία του παππού. 

«Αν ύστερα από πολλά χρόνια οι αρχαιολόγοι αποφασίσουν να ερευνήσουν το μέρος, θα βρουν κάτω από τις ρίζες τους γκρεμισμένους τοίχους.  Ως τότε θα έχουν γίνει χώμα, γιατί τα πλιθιά είναι ψημένα στον  ήλιο όπως και των αρχαίων.  Αν αφαιρεθούν αυτά τα χώματα, θα βρουν το κατώτερο τμήμα των τοίχων που είναι χτισμένο με πέτρες,  και τη στέγη που σάπισε πρώτη και έπεσε στα πατώματα. 

Αν είναι καλοί αρχαιολόγοι, θα ξεχωρίσουν μέσα στα χώματα και τους λάκκους που σκάψαμε ο μπαρμπα-Γιώργος κι εγώ, θα σχολιάσουν  μάλιστα και το κατοστάρικο που  μου έπεσε  στα ερείπια.»

Για να καταλάβει καλύτερα του σχεδίασε και ένα σκιτσάκι. «Αυτό λέγεται στρωματογραφία» του εξήγησε, τονίζοντας ότι είναι το σημαντικότερο πράγμα που πρέπει να προσέξει ο αρχαιολόγος, αν θέλει να καταλάβει την ανασκαφή του.  «Αφού καθαρίσουν τους λάκκους», συνέχισε η Ευρυδίκη,  «στα γκρεμίσματα των τοίχων, αλλά κυρίως πάνω στα πατώματα και κάτω από την πεσμένη στέγη θα βρεθούν όλα εκείνα τα πράγματα που εσύ και εγώ δεν φροντίσαμε να μαζέψουμε πριν γκρεμίσει η αποθήκη. Κι επειδή δεν φροντίσαμε να αφήσουμε κανένα σημείωμα στα ερείπια, οι αρχαιολόγοι που θα σκάψουν την αποθηκούλα θα βγάλουν συμπεράσματα μόνο από ό,τι βρουν στην ανασκαφή τους.

Φανταστική στρωματογραφία ενός κτίσματος που καταστράφηκε σταδιακά από εγκατάλειψη.  Πρώτα σάπισαν τα ξύλα της στέγης που έπεσαν μαζί με τα κεραμίδια και σκέπασαν οτιδήποτε ακουμπούσε στα πατώματα. Οι λάκκοι είναι σκαψίματα μέσα στα ερείπια σε διάφορες φάσεις της ερειπώσεως.

«Θα καταλάβουν από το σχήμα του κτιρίου και από τη θέση των ευρημάτων  ότι πρόκειται για μία αποθήκη, και από τον τρόπο που γκρέμισε θα καταλάβουν ότι την είχαμε εγκαταλείψει  στην τύχη της.  Από τα σκεύη που είχαν αποθηκευμένα η γιαγιά και ο παπούς, θα μπορέσουν να αναπαραστήσουν αρκετές από τις συνήθειες της καθημερινής μας ζωής.  Θα καταλάβουν γρήγορα  ότι η αποθηκούλα μας  έζησε στον 20ο  αιώνα.  Συγκρίνοντας την   παλιά ηλεκτρική κουζίνα    της γιαγιάς με  τις άλλες  κουζίνες   θα καταλάβουν πότε ακριβώς έζησε η γιαγιά. Από τα Λέγκο  και τα  Στρουμφάκια  [παιχνίδια που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο], θα καταλάβουν πότε είμασταν παιδιά, από το κατοστάρικο που έχασα θα καταλάβουν πότε έψαχανα στα ερείπια.  Ισως μάλιστα καταλάβουν ότι έψαχνα την ραπτομηχανή, γιατί κάποια εξαρτήματα μου έσπασαν και δεν μπόρεσα τελικά να τα βγάλω.

 

«Η ανασκαφή λοιπόν είναι σαν ένα  βιβλίο που γράφει ιστορία, οι σελίδες του  όμως  χάνονται μαζί με το χώμα που οι εργάτες πετάνε στο καροτσάκι. Γιαυτό, οι αρχαιολόγοι προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες πριν οι χωμάτινες  σελίδες της ιστορίας  καταλήξουν στα μπάζα. 

 

«Σε μία αρχαιολογική ανασκαφή άρα, αρχαιολόγοι και εργάτες  δεν σκάβουμε όπως στα χωματουργικά έργα, [όπως δηλαδή όταν ανοίγουμε θεμέλια για οικοδομές], αλλα με μεγάλη προσοχή, ακόμη και όταν είναι απαραίτητο να κινηθούμε με μεγάλες ταχύτητες, όπως θα γίνει αναγκαστικά και στο Κομπολόι. 

 

«Κρατούμε  ημερολόγιο  για  όλα  όσα παρατηρούμε στην ανασκαφή, φωτογραφίζουμε, σχεδιάζουμε και αποτυπώνουμε  με μεγάλη λεπτομέρεια όλα τα αρχαία.

«Μετά την μελέτη των πραγμάτων που βρέθηκαν στην ανασκαφή, φροντίζουμε να μοιραστούμε τη νέα γνώση που αποκτήσαμε  με  όλο τον υπόλοιπο κόσμο.»

Η Ευριδίκη έφυγε την άλλη μέρα για τη δική της ανασκαφή σε άλλον αρχαιολογικό χώρο του Ολύμπου. 

 

Ο Φώντας έμεινε με τους αρχαιολόγους στο Κομπολόι σχεδόν 10 μήνες.

 

Δεν είταν πάντα ευχάριστη εμπειρία, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό όταν οι αρχαιολόγοι έπρεπε να πείσουν όλους τους σοβαροφανείς γραφειοκράτες ότι κάτω από τους χειμάρρους του Ολύμπου, τα μπάζα και τις μεγάλες καταστροφές των χωματουργικών μηχανημάτων βρισκόταν τα ερείπια της περιουσίας  των μακεδόνων  προγόνων του.

 

Όταν όμως άρχισαν να διαγράφονται μέσα στο χώμα τα πρώτα δωμάτια των αρχαίων κτιρίων, να βρίσκονται τα πρώτα πιθάρια του  πιθεώνα και τα μεγάλα στρώματα καταστροφής της αρχαιότητας, τότε όλες οι δυσάρεστες εμπειρίες  έσβησαν. 

Τα  μάτια του έβλεπαν μόνο τα χώματα
και το μυαλό του ταξίδευε γοργά πίσω  στον χρόνο.

 

Οι αρχαιολόγοι κατάλαβαν ότι είχαν ανακαλύψει το οινοποιείο ενός μακεδόνα  γαιοκτήμονα, κτισμένο δίπλα σε μία μεγάλη αγροτική βίλα.  Η  κατασκευή του συγκροτήματος είχε γίνει  στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.,   πιθανότατα στα χρόνια του βασιλιά Φιλίππου Β’ (359-336).    Καταστράφηκε πρώτη φορά στα χρόνια του  βασιλιά Δημητρίου Πολιορκητή (294-287).  Όμως ο αμπελώνας και μέρος του οινοποιείου έζησαν μέχρι τα χρόνια της ρωμαϊκής εισβολής τον δεύτερο αιώνα  πΧ. Τότε, το αρχαίο οινοποιείο εγκαταλείφθηκε οριστικά.

Κομπολόι, η κάτοψη της ανασκαφής

 

Δωμάτια του αγροτόσπιτου και μαγειρική εστία

 

Κομπολόι, ο πιθεών-οινοποιίο

 
Κομπολόι, πιθάρια έξω από το οινοποιείο.  
 
 
 


Το ανατολικό υπόγειο του αγροτόσπιτου στο Κομπολόι.  Σπασμένο στο δάπεδο ένα πιθαράκι.  Ανάμεσα στον κεντρικό μεσότοιχο και τον βόρειο τοίχο, πεσμένοι πλίνθοι από το ανώτερο τμήμα του κτιρίου.

 

Κομπολόι: Γίγαρτα (κουκούτσια σταφυλιών) και ρητίνη (ρετσίνι)

Προσπαθώντας  να ερμηνεύσουν καλύτερα τον χώρο, οι αρχαιολόγοι  μάζεψαν  δείγματα  από το χώμα των πιθαριών  και των αμφορέων,  από τις εστίες, τους λάκκους και τα στρώματα καταστροφής για να μελετήσουν τα αρχαίο-βοτανολογικά  ευρήματα.  Τα φυτικά κατάλοιπα  που ανακάλυψαν ήταν  στη μέγιστη πλειοψηφία τους  γίγαρτα  οινάμπελων,  δηλαδή  κουκούτσια  σταφυλιών.  Σε ένα από τα πιθάρια βρέθηκαν  8.000 γίγαρτα με φλούδα.  Το γεγονός αυτό οδήγησε  τους αρχαιολόγους στην υπόθεση ότι αυτό ήταν το πιθάρι  όπου ο αρχαίος οινοποιός έκανε το  πρώτο βράσιμο του μούστου για την παρασκευή του μαύρου κρασιού.  Επιπλέον,  στα στρώματα καταστροφής και μέσα σε ένα από τα πιθάρια εντοπίστηκε ρετσίνι, μάλλον για την κατασκευή μιας αρχαίας μακεδονικής ρετσίνας.  Τέλος,  ανάμεσα στα οινοποιητικά σκεύη, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν και ένα ακόμη παράξενο εύρημα:  ένα παλαιολιθικό μαχαιράκι. Δηλαδή, ένα πέτρινο μαχαιράκι από την εποχή  που  οι άνθρωποι δεν είχαν μάθει ακόμη να καλλιεργούν τη γη και δεν είχαν ανακαλύψει τα μαχαίρια από μέταλλο.

 

Κομπολόι Θραύσματα από μεγάλα πήλινα σκεύη οινοποιητικής   χρήσης και σιδερένια μαχαίρια.  Βρέθηκαν  και άλλα εργαλεία και σκεύη  για την ίδια χρήση, καθώς επίσης και πολλά είδη καθημερινής χρήσης του αγροτόσπιτου.

 

Όλον αυτόν τον καιρό, από το μυαλό του Φώντα στο Κομπολόιπερνούσαν  σαν σε  κινηματογραφική ταινία  όλες  οι ιστορίες που του είχε διηγηθεί η αδελφή του για την αρχαιότητα και για την  πανάρχαια καλλιέργεια της αμπέλου, ιδιαίτερα  στην Βόρεια Ελλάδα. 

Από τα μάτια της  ψυχής  του πέρασαν  [και ποτέ  δεν ξανάφυγαν]  όλες οι εικόνες των παράξενων ονείρων του στην Αθήνα: η Κομπολογούλα, ο Διόνυσος, οι Μαινάδες, ο Ορφέας, ο κ. Αλκέτας, ο Ορφώνδας,  η Μοθωνία, η κ. Καλλιόπη κ.α.

 

Όταν τελείωσε η ανασκαφή και έγιναν τα έργα τίποτε πια στην περιοχή δεν θύμιζε το αρχαίο αγρόκτημα στο Κομπολόι.  Αν τύχει σήμερα να περάσετε από εκεί, θα διαπιστώσετε ότι οι κατασκευαστές των έργων  [με άδεια της Αρχαιολογίας]  το ξανασκέπασαν με ένα φουσκωτό χωμάτινο  πάπλωμα και  έστρωσαν τους δρόμους και τη σιδηροδρομική γραμμή  πολύ ψηλότερα.  Οι αρχαιολόγοι του Ολύμπου μπόρεσαν να σώσουν μόνο το μεγάλο υπόγειο του αγροτόσπιτου και προσπαθούν από τότε να του δώσουν τις πρώτες  βοήθειες.

Καμιά φορά ο Φώντας κατεβαίνει στο Κομπολόι και κοιτάζει το υπόγειο, προσπαθώντας  με τα μάτια της ψυχής του να διακρίνει τη Μοθωνία και το πιθαράκι  όπου παλαίωνε  το κρασί  για τον  γάμο  της.   Άλλοτε, αγναντεύει στο σούρουπο τα Λείβηθρα, και πότε-πότε έχει τη ψευδαίσθηση ότι  τον επισκέπτονται οι Μαινάδες, σέρνοντας τον χορό του  Διόνυσου.  Ποτέ πια δεν επεχείρησε να μετατρέψει τον αμπελώνα του σε  μπαράκι,  ούτε επέστρεψε στην Αθήνα.  Τα κριθαρίσια ποτά έπαψαν να έχουν τον πρώτο λόγο στα γούστα του, το ίδιο και η μουσική χωρίς  Μούσες.  Από εκείνο το καλοκαίρι μάλιστα, άρχισε επίμονα να αναζητά άγριες   και ήμερες εγγόνες της  Κομπολογούλας στον Όλυμπο.  Στον κρυστάλλινο αέρα του όρους των αρχαίων θεών, αποσφράγισε  ύστερα από λίγα χρόνια τα αρώματα από το πρώτο βαρέλι με δικό του κρασί και έσταξε τις πρώτες σταγόνες  στη μνήμη  της  Κομπολογούλας και του Διόνυσου.  Περνούσαν  από τότε  όλοι   καλά,  εμείς   καλύτερα, και  οι αρχαιολόγοι χειρότερα.  Το πως και το γιατί  ίσως το δούμε αργότερα. Σε ένα  καινούριο παραμύθι, το « μακεδονικό Ηράκλειο και  Λερναία Ύδρα». Θα περιγράφει την αγωνία των αρχαιολόγων να προστατέψουν τα αρχαία από τους προστάτες τους.

 


Μέχρι τότε πάντως,  ο Ορφέας και η 
 Κομπολογούλα θα συνεχίζουν  το τραγούδι τους  στον Όλυμπο…
Ε.Π. Πλαταμών, 2001

 


Η Κομπολογούλα. 
Α. Γ. Α τάξη Δημοτικού Σχολείου Σκοτίνας