Τα πρώιμα χρόνια
- Πληροφοριακά Στοιχεία
- Δημοσιεύθηκε : Δευτέρα, 28 Απρίλιος 2014 10:17
- Γράφτηκε από Έφη Πουλάκη-Παντερμαλή
Τα πρώιμα χρόνια
ιά φορά κι έναν καιρό, πριν 9.000 χρόνια περίπου, οι άνθρωποι στην Ευρώπη δεν είχαν ακόμη μάθει να καλλιεργούν τη γη. Ούτε είχαν εξημερώσει τα πρόβατα, τα γίδια, τις αγελάδες, και όλα τα ζώα που βοηθούν τη διατροφή και διευκολύνουν τη ζωή των ανθρώπων. Όπως και για τα υπόλοιπα ζωντανά στον πλανήτη Γη, η επιβίωση των πρώτων προγόνων μας ήταν εξαρτημένη από το κυνήγι των άγριων ζώων και των άγριων φυτών στα νερά και στα δάση.
ύσκολη ήταν εκείνη η εποχή για να επιβιώσει κανείς. Αν μάλιστα σκεφτούμε ότι τότε τελείωνε μια μακρά περίοδος παγετώνων, μπορούμε ίσως να φανταστούμε πόσο πιο δύσκολη θα ήταν για τους βορειότερους λαούς, εκείνους που έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους μεγάλους και παγερούς χειμώνες της βορειότερης Ευρώπης.
Ίσως να ήταν αυτός ο λόγος που καθυστέρησαν να προσθέσουν και το δικό τους βιβλίο στην αρχαιότατη Βίβλο της μεγάλης Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Όμως ο τόπος που ζούμε εμείς, η Ελλάδα, ήταν από τότε ένας παράδεισος! Ανάμεσα στα προνόμια αυτού του παράδεισυ ήταν και το...
αγριάμπελο....
περιοχή του Μακεδονικού Ολύμπουήταν διπλά ευλογημένη από τον θεό.
Οι πηγές και η θάλασσα, που ασταμάτητα ψιθύριζαν τα τραγούδια τους στα πόδια του όρους, τα πυκνά του δάση, το φυσικό περιβόλι ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα, όλα ήταν μια ανεξάντλητη πηγή ζωής για τους τυχερούς προϊστορικούς ανθρώπους που κατοικούσαν στην περιοχή.
Η Κομπολογούλα, ένα πολύ-πολύ ειδικό αμπέλι, γεννήθηκε από σπόρο αγριάμπελου κοντά σε μία από τις πηγές των Μουσών του Ολύμπου Συγκεκριμένα, γεννήθηκε στο δάσος που βρίσκεται στην έξοδο του ΜεγάλουΛάκκου που χωρίζει τον Άνω από τον ΚάτωΌλυμπο, ανάμεσα στη Σκοτίνα και την Παλιά Λεπτοκαριά, απέναντι από το κάστρο του Πλαταμώνα, δηλαδή στα αρχαία Λείβηθρα. Για πολλά-πολλά χρόνια, οι γιαγιάδες της προμήθευαν τους ανθρώπους της γύρω περιοχής με όμορφα, ζουμερά και αρωματικά αγριοστάφυλα.
Γιατί, όταν οι άντρες έβγαιναν στο κυνήγι για να φέρουν στο σπίτι κρέας, ψάρια και μέλι, οι γυναίκες έπαιρναν τα πέτρινα πλατιά μαχαιράκια τους και μάζευαν καρπούς και χορταρικά στα δάση της περιοχής. Κατά προτίμηση μάλιστα τους καρπούς των γιαγιάδων της, που ήταν δροσεροί, χορταστικοί και πολύ-πολύ θρεπτικοί. Όταν τους στέγνωναν στον ήλιο, γινόντουσαν γλυκύδωρες, μυρωδάτες σταφίδες, πολύτιμες για τις μεγάλες, κρύες και σκοτεινές νύχτες του χειμώνα.
Έτσι, ακόμη και όταν έφθασε η ευλογημένη εκείνη ώρα που οι άνθρωποι έμαθαν επιτέλους να καλλιεργούν τη γη, οι γυναίκες της γύρω περιοχής συνέχισαν να έρχονται στα Λείβηθρα. Για να μαζέψουν τα αγριοστάφυλα, να δροσιστούν στην πηγή, να παίξουν και να τραγουδήσουν στο πλατανόδασος.
Ήταν τόσο χαριτωμένες, ώστε και ίδιοι οι Ολύμπιοι κατέβαιναν από τις κορυφές για να τις καμαρώσουν |
Δεν μπορούσαν ακόμη να φανταστούν ότι μία από τις γυναίκες αυτές, με το όνομα Μνημοσύνη[δηλαδή Μνήμη] θα γεννούσε στον πατέρα των θεών τις Μούσες: τις νεράιδες εκείνες του Ολύμπου που θα γινόντουσαν αργότερα οι ελληνίδες θεές του πνεύματος και της τέχνης |
Αυτό ήταν το θέλημα του μεγάλου θεού και πατέρα τους: γιατί χάρη στα γράμματα και τις τέχνες της Μουσικής οικογένειας, οι θνητοί δεν θα λησμονούσαν ποτέ τα χαρίσματα του θεού στους ανθρώπους. Επειδή η Τέχνη και τα Γράμματα ήταν η μόνη δυνατότητα που είχε ο άνθρωπος για να εκφράσει με τον δικό του τρόπο τη Θεία Δημιουργία και το αθάνατο μεγαλείο της.
κεί, ανάμεσα στους προϊστορικούςανθρώπους, τα ξωτικά και τους θεούςτου Ολύμπου, είδε το φως τουήλιου και η Κομπολογούλα. |
ην ώρα που γεννιόταν στη ρεματιά των Λειβήθρων, ο θεός των αμπελιών κατέβηκε από το παλάτι του και την άγγιξε με το μαγικό του ραβδάκι. Ήταν γραμμένο λοιπόν να γίνει η ομορφότερη άμπελος του Ολύμπου. Της έδωσε και ένα επιπλέον χάρισμα: οι κόρες της θα γινόντουσαν εξίσου ξεχωριστές και όμορφες όπως η ίδια. Γιατί την προόριζε να μεταμορφωθεί [με φυσική μετάλλαξη] σε ένα από τα πρώτα ήμερα αμπέλια, εκείνα που θα καλλιεργούσε ο άνθρωπος. |
ταν μεγάλωσε λιγάκι και μάθαινε για τον κόσμο από τους μεγαλύτερους, ένα γέρικο πλατάνι [που είχε καταλάβει πόσο ξεχωριστή ήταν αυτή η μικρούλα] της διηγήθηκε μια παράξενη ιστορία που έμοιαζε με παραμύθι:
ότι δήθεν, μια προϊστορική γυναίκα μάζεψε κάποτε τους καρπούς της γιαγιάς αγριαμπέλου και ήπιε κατά λάθος τον χυμό που είχε ξεχάσει σε μία κούπα. Τότε, λέει, αισθάνθηκε μια παράξενη ευτυχία και άρχισε να τα βλέπει όλα τριγύρω διπλά και τριπλά.
Και όχι μόνον αυτό: φαντάστηκε ότι ο ίδιος ο θεός κατέβηκε από τον Όλυμπο, την αγκάλιασε με αγάπη, και χόρεψε μαζί της τον χορό των αμπελιών!
Της είπε επίσης ότι, από εκείνη την ημέρα, η γυναίκα στράγγιζε κάθε χρόνο με λαχτάρα τους καρπούς της γιαγιάς αγριαμπέλου και ύστερα από αρκετές ημέρες έπινε μονορούφι τον χυμό τους.
Στη συνέχεια έτρεχε στα δάση χορεύοντας με τις κόρες και με τις νύφες της
για να συναντήσει τον θεό!
Όταν αργότερα η προϊστορική γυναίκα πήγε στον ουρανό να συναντήσει τους αγαπημένους της προγόνους, οι κόρες, οι νύφες και οι εγγόνες της συνέχισαν να τρέχουν στα δάση για να συναντήσουν τον θεό των αμπελιών.
Μαινάδες, τις ονόμασε το πλατάνι, γιατί έμοιαζαν να είναι κυριευμένες από μανία για τον αγαπημένο τους θεό. |
Ο θεός αυτών των γυναικών, συνέχισε το πλατάνι, συνοδευόταν και από κάτι παράξενους τύπους με ουρές που τους έλεγαν Σάτυρους. Τούτα τα ξωτικά είχαν μεγάλη αδυναμία στον χυμό των αμπελιών και στις Μαινάδες. Της είπε και πολλά-πολλά άλλα, το σπουδαιότερο όμως ήταν πως ο καλός θεός, που τον έλεγαν Διόνυσο και Βάκχο, είχε δώσει ασυνήθιστα χαρίσματα στα αμπέλια.
Μια ιστορική μέρα, που θυμόταν πάντοτε με ανάμικτα συναισθήματα τρόμου και γλυκόπικρης νοσταλγίας, συνέβη μια συνταρακτική αλλαγή στη ζωή της. Μια γυναίκα, που είχε κάποτε δοκιμάσει τις λαμπερές της χάντρες, ξανάλθε στα Λείβηθρα με την μικρή της κόρη, την Αριάδνη: το κοριτσάκι δηλαδή που θα γινόταν αργότερα η πιο αγαπημένη φιλενάδα της Κομπολογούλας.
Το γέρικο πλατάνι έσκυψε συνωμοτικά για να της ψιθυρίσει ότι οι επισκέπτριες έμοιαζαν με τις γυναίκες που τριγύριζαν στο δάσος για να συναντήσουν τον θεό των αμπελιών. Αλλά αμέσως σταμάτησε και κατάπιε τα φύλλα του με τρόμο. Γιατί αστραπιαία κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί. Ήταν βλέπετε ένα αιωνόβιο πλατάνι, με τεράστια πείρα και μεγάλη σοφία.
Τρόμος και φόβος μέγας κατέλαβαν την Κομπολογούλα όταν συνειδητοποίησε ότι η μάνα του κοριτσιού έσκαβε με ένα πέτρινο μαχαιράκι γύρω από τη νεαρή της ρίζα. Και έπεσε σχεδόν λιπόθυμη όταν αισθάνθηκε να την τραβάνε έξω από το αγαπημένο της δέντρο και να την μεταφέρουν με ένα τσουβάλι 3 χιλιόμετρα μακριά από τα Λείβηθρα, προς την θάλασσα. Εκεί την ξαναφύτεψαν.
Η Κομπολογούλα νόμισε ότι είχε πεθάνει και ετοιμάζονταν να την θάψουν. Αλλά απλώς, είχε λιποθυμήσει. Δεν πρόλαβε να ακούσει ότι οι άνθρωποι ονόμασαν την περιοχή Κομπολόι, από το όνομά της.
Η Κομπολογούλα συνήλθε μερικές μέρες αργότερα, φυλακισμένη σε άγνωστα χώματα και κάτω από έναν λαμπερό, καυτό ήλιο. Νιώθοντας εξάντληση και μεγάλη δίψα, κοίταξε με λαχτάρα τριγύρω για λίγη δροσιά. Πουθενά όμως δεν διέκρινε την ανάλαφρη, τη γνώριμη εκείνη φιγούρα της κ. Υγρασίας, της αγαπημένης επισκέπτριας όλων των ζωντανών στο δάσος, που αιωρούνταν κάθε πρωινό, και χόρευε, και έκανε βόλτες στο δάσος της. Το κορμάκι της ξεδίψασε μόνο όταν η Αριάδνη έφερε έναν κουβά νερό από το πηγάδι, καμία διακοσαριά μέτρα παραπέρα.
Τότε συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα αντιστράφηκαν, και ότι η ζωή της θα εξαρτιόταν στο εξής από το σκοτεινό βάθος του πηγαδιού και από την καλή διάθεση των ανθρώπων.
Από τα τσαλακωμένα της κλήματα έσταξαν τότε τα πρώτα της δάκρυα.
Δεν άργησε όμως να καταλάβει ότι οι άνθρωποι που την είχαν υιοθετήσει κυριολεκτικά την λάτρευαν. Ακόμη και το σκυλάκι του σπιτιού, περπατούσε πάνω-κάτω στην αυλή περήφανα και ονειρευόταν την πολυπόθητη εκείνη ημέρα που η Κομπολογούλα τους θα αποκτούσε δυνάμεις και θα στολιζόταν επιτέλους ξανά με τις πανέμορφες χάντρες της.
Χάρη στο πηγάδι του Κομπολογιού, αλλά και χάρη στο νερό που οι γυναίκες κουβαλούσαν από τις πηγές στα Λείβηθρα, δεν την άφησαν ποτέ πια να διψάσει. Έτσι, η Κομπολογούλα μπορούσε να απλώνει άφοβα τα χεράκια της στον ήλιο και να μαζεύει όλη την θερμότητα που ήταν απαραίτητη για να δημιουργήσει με το αίμα της τις μελαχρινές χαντρούλες που όλοι περίμεναν με ανυπομονησία. Γι αυτό άλλωστε την σκάλιζαν, την πότιζαν, την ριζοτομούσαν, την κλάδευαν, την κορφολογούσαν, την ξεφύλλιζαν και την χάιδευαν με αγάπη ολόκληρη την διάρκεια του χρόνου. Στο μεταξύ, της κλάδεψαν όμορφα-όμορφα τα κλήματα και τα άπλωσαν τριγύρω από τον κορμό της, σαν να προσεύχονταν στον Διόνυσο να τα γεμίσει χάντρες.
Χάρη στο πηγάδι του Κομπολογιού, αλλά και χάρη στο νερό που οι γυναίκες κουβαλούσαν από τις πηγές στα Λείβηθρα, δεν την άφησαν ποτέ πια να διψάσει. Έτσι, η Κομπολογούλα μπορούσε να απλώνει άφοβα τα χεράκια της στον ήλιο και να μαζεύει όλη την θερμότητα που ήταν απαραίτητη για να δημιουργήσει με το αίμα της τις μελαχρινές χαντρούλες που όλοι περίμεναν με ανυπομονησία. Γι αυτό άλλωστε την σκάλιζαν, την πότιζαν, την ριζοτομούσαν, την κλάδευαν, την κορφολογούσαν, την ξεφύλλιζαν και την χάιδευαν με αγάπη ολόκληρη την διάρκεια του χρόνου. Στο μεταξύ, της κλάδεψαν όμορφα-όμορφα τα κλήματα και τα άπλωσαν τριγύρω από τον κορμό της, σαν να προσεύχονταν στον Διόνυσο να τα γεμίσει χάντρες.
Eίναι αδύνατον να σας περιγράψω την χαρά της οικογένειας και το πανηγύρι που έγινε όταν ήλθε η ώρα του τρύγου στο Κομπολόι...Μια τέτοια εικόνα είχε σίγουρα στο νου του ο Όμηρος όταν περιέγραφε τον τρύγο αργότερα, 800 περίπου χρόνια πριν γεννηθεί ο Χριστός μας:
Αμπέλι όμορφο, χρυσό,σταφύλια φορτωμένο. Μαύρα κρεμόταν τα τσαμπιά. Τα στήλωναν Αριστερά και δεξιά, μπλέ, σμάλτινο χαντάκι. Κι όλα μαζί τα έφραξε με φράχτη από καλάι. Και μονοπάτι έφτιαξε στο αμπέλι να πηγαίνει, Και τον γλυκό, μελένιο τον καρπό, μες τα πλεκτά τελάρα νέοι και νιες χαρούμενοι, αυτοί τον κουβαλούσαν Ανάμεσα τους, το παιδί με την γλυκειά του λύρα Με πόθο την κιθάριζε, Κι όλοι οι άλλοι πίσω του τα πόδια τους χτυπούσαν.
Απόσπασμα από την Ιλιάδα |
ότε, για πρώτη φορά, η Κομπολογούλα αντιλήφθηκε ότι οι άνθρωποι δεν έτρωγαν απλώς τις δροσερές της χάντρες. Τις πατούσαν μέσα σε τρυπητά και καλάθια και μάζευαν τον χυμό τους σε ειδικά δοχεία. Ύστερα από μερικές μέρες ο χυμός έβραζε και μεταμορφωνόταν, με φασαρία και κρότους, σε ένα καινούριο ποτό που οι άνθρωποι ονόμαζαν οίνο. Το έπιναν ανακατεμένο με νερό, και τότε το ονόμαζαν κεκραμένο οίνο, ή κράσιν [οίνου] δηλαδή κρασί. |
«Αυτό το ποτό είναι σχεδόν μαγικό», σκεφτόταν η Κομπολογούλα καθώς έβλεπε τα ευτυχισμένα, αλλά και λίγο χαμένα πρόσωπα των ανθρώπων που το έπιναν. Θυμόταν τότε τις ιστορίες του αιωνόβιου πλάτανου για τις Μαινάδες, τους Σάτυρους και τον θεό των αμπελιών, και αισθανόταν μεγάλες τύψεις για τις αμφιβολίες που είχε παλιότερα. Ακούγοντας τους κρότους με τους οποίους γεννιόταν ο οίνος, θυμόταν πως και ο Διόνυσος ονομαζόταν Βρόμιος, γιατί και εκείνος όταν ήταν μικρούλης γεννήθηκε με βρόμο, με μεγάλο δηλαδή κρότο. Αιτία ήταν [έλεγαν] τα μπουμπουνητά του κεραυνοφόρου θεού και πατέρα του, δηλαδή του Δία, στον Ολυμπο!
ία ανοιξιάτικη μέρα, ένα κοσμογυρισμένο χελιδόνι κάθησε στην πιο ψηλή της κορυφή και της διηγήθηκε κάτι παράξενο. |
Στην Αίγυπτο, [είπε]
πρώτη δύναμη τότε όλης της Μεσογείου, τόσο ακριβό που μόνο οι Φαραώ και οι πλούσιοι άνθρωποι είχαν αρκετά χρήματα για να το απολαύσουν. |
Όμως, [συνέχισε το χελιδόνι], επειδή όλοι οι Αιγύπτιοι λάτρευαν το κρασί, οι φτωχοί είχαν εφεύρει τον ζύθο, ένα φτηνότερο κρασί από κριθάρι, δηλαδή τη μπύρα. Μεθούσαν λοιπόν με εκείνο, όπως μεθούσαν οι πλούσιοι με το κανονικό κρασί της αμπέλου.
Της Κομπολογούλας τα κλαδιά άνοιξαν με πολύ μεγάλη έκπληξη. Και η έκπληξη αυτή έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν το χελιδόνι την πληροφόρησε πως και οι άνθρωποι στην Ευρώπη έφτιαχναν κριθαρίσια ποτά [που μάλιστα δεν μύριζαν όμορφα] και τα έπιναν αντί για κρασί!
Η Κομπολογούλα αισθάνθηκε πραγματική περηφάνια. Τα μεταξένια της φυλλαράκια ανατρίχιασαν από αγαλλίαση για το ελληνικό κρασί που δεν ήταν κριθαρίσιο αλλά διονυσιακό, δηλαδή αμπέλινο: ένα κρασί που μοσχοβολούσε [όπως όλοι έλεγαν] με όλες τις αύρες και τα αρώματα της ελληνικής υπαίθρου.
Δεν μπορούσε ευτυχώς να φανταστεί ότι τα κριθαρίσια αυτά ποτά θα αργούσαν αλλά θα έπαιρναν στις μέρες μας την εκδίκηση τους από τον Διόνυσο!
ιγά-σιγά, η Κομπολογούλα άρχισε να αποκτά κόρες και εγγόνες που της έμοιαζαν σαν δυό σταγόνες νερό. Γιατί, δεν γεννιόντουσαν πια με σπόρους που έπεφταν στη γη όπως τα αγριάμπελα, αλλά με κλώνους που οι άνθρωποι έκοβαν από την ίδια την Κομπολογούλα, τις κόρες, και τις εγγόνες της.
Η φιλενάδα της απέκτησε και αυτή πολλές κόρες, πολλούς γιούς καί πολλά εγγόνια.
Η Κομπολογούλα αγάπησε περισσότερο τις Μούσες, και ακόμη πιο πολύ τον Ορφέα, ένα όμορφο παληκάρι, γιο της μεγαλύτερης Μούσας, της Καλλιόπης.
Όταν γεννήθηκε στα Λείβηθρα, ο θεός των αμπελιών τον ακούμπησε και αυτόν με το μαγικό του ραβδάκι. Εγινε λοιπόν ο πρώτος ιερέας του θεού στα Λείβηθρα. Εγινε όμως και ένας μεγάλος τραγουδιστής που μάγευε τη φύση με τα τραγούδια του. Όταν της έπαιζε μουσική και της τραγουδούσε, τα σταφυλάκια της γινόταν ακόμη πιο νόστιμα και πολύ πιο ζουμερά. Μια φορά μάλιστα, τόσο πολύ συγκινήθηκε από την μουσική του, ώστε οι χάντρες της άλλαξαν χρώματα, και η Κομπολογούλα έγινε ξαφνικά πολύχρωμη.
όκκινες, μαύρες, άσπρες, και ροζ χάντρες με διάφορες αποχρώσεις στόλιζαν από τότε τα κλαδιά της.
Δυστυχώς όμως,
τον Ορφέα τον σκότωσαν βάρβαροι άνθρωποι στην παραολύμπια περιοχή του Δίου.
Το πώς και το γιατί ίσως το δούμε σε άλλο παραμύθι. Γεγονός είναι ότι η θεϊκή του φωνή έπαψε πλέον να αντηχεί μες τις πτυχές του Ολύμπου.
Η Κομπολογούλα δάκρυσε για δεύτερη και τελευταία φορά στην ζωή της.
Περίμενε υπομονετικά μέχρι να τον φέρουν πίσω στα Λείβηθρα για να τον θάψουν.
Αμέσως μετά, έκλεισε τα κλαδιά της και πέθανε. Από τότε, η ψυχούλα της ταξιδεύει με τον Ορφέα στο Διάστημα.
Όμως, οι κόρες και οι εγγόνες της είχαν ήδη πλημυρίσει τον τόπο από το Κομπολόι μέχρι τα Λείβηθρα.
ιώνες αργότερα, ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Ευριπίδης, ύμνησε με μοναδικό τρόπο τον Ολυμπο, την Πιερία και την σχέση τους με τον Διόνυσο και τον Ορφέα. |