Σκοτίνα

Σκοτίνα

 

Είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε ο παλιός οικισμός της Σκοτίνας, ΝΔ των αρχαίων Λειβήθρων. Ο Παρθένιος Κίτρους αναφέρει στις αρχές του 20ου αιώνα ότι το "χωρίον τούτο αριθμεί άνω των διακοσίων πεντήκοντα ετών". Δεδομένου ότι ο 17ος αιώνας υπήρξε περίοδος ανάπτυξης και σχετικής ηρεμίας, η ίδρυση της Σκοτίνας σε μία τόσο απομονωμένη θέση θα πρέπει να είναι παλιότερη.  Πιθανόν λοιπόν να ιδρύθηκε τα δύσκολα χρόνια του 16ου, του 15ου αιώνα, ή και παλιότερα. 

 

Η βασιλική του Αγίου Αθανασίου κτίσθηκε τον 17ο αιώνα. Πρόκειται για μονόκλιτη βασιλική με νάρθηκα και στοά στη νότια πλευρά, βορειοανατολικά του οικισμού, σε πλαγιά του Ολύμπου με κλίση 17%. Οι τρεις είσοδοι στον ναό [βόρεια, δυτική, νότια] αποτελούν σπάνιο τυπολογικό στοιχείο. Κτίσθηκε σύμφωνα με επιγραφή στην βόρεια είσοδο το 1656. Στο αρχικό κτίσμα ανήκουν ο κυρίως ναός και ο νάρθηκας. Στο κέντρο της στέγης του ναού υπάρχει φεγγίτης που αργότερα καταργήθηκε.

 

Ο ναός είναι κατασκευασμένος με ακατέργαστη πέτρα και χώμα ως συνδετικό υλικό. Οι τοίχοι έχουν πάχος 0,70 εκ. και αρμολογούνται εξωτερικά με κορασάνι.

 

Στην κόγχη, τον ανατολικό τοίχο και ένα μέρος του βόρειου χρησιμοποιήθηκε ασβεστοκονίαμα.  Πωρόλιθοι χρησιμοποιήθηκαν στην κόγχη του ιερού. Πολυγωνική εξωτερικά σχηματίζει πεντάπλευρο και φέρει κεντρικό παράθυρο από λαξευτό πωρόλιθο. Στις κόγχες της πρόθεσης και του διακονικού υπάρχουν από ένα παράθυρα αντιστοίχως.

 

Εσωτερικά είναι κατάγραφος σε πέντε ζώνες καθ΄ ύψος. Στο χαμηλότερο τμήμα υπάρχει διακοσμητική ζώνη που μιμείται ορθομαρμάρωση. Ακολουθεί μία ζώνη με κεφάλια αγίων και στη συνέχεια δύο ανώτερες ζώνες με σκηνές από την Παλιά και την Καινή Διαθήκη.

Το 1906 σε έκθεση του Δ. Σάρρου για την εκπαίδευση στον Καζά Κατερίνης η Σκοτίνα, η Δρυάνιστα, η Καρύτσα και η Λεπτοκαρυά αναφέρονται ως κεφαλοχώρια.

Οι κάτοικοι είναι ντόπιοι, σε ευθεία γραμμή τουλάχιστον από την εποχή Πλαταμώνα.  Μετακινήθηκαν το 1935-1955 στον οικισμό της νέας Σκοτίνας. Στο παλιό χωριό επιχειρήθηκε οριοθέτηση το 1987 και εγκαταλείφθηκε λόγω έλλειψης υποβάθρων. Χαρακτηρίσθηκε  παραδοσιακός οικισμός με ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης (ΠΔ της 17-2-1986 (ΦΕΚ 167Δ/7-3-86)

Από τις αρχές του αιώνα σώζεται  η ζωντανή περιγραφή του χωριού από τον Παρθένιο Κίτρους. 

 

 

Το χωρίον Σκοτίνα  [κεφαλοχώριον] 

«Το χωρίον Σκοτίνα είναι και τούτο εκ των ολίγων κεφαλοχωρίων της περιφερείας μας της οποίας, ως και αλλαχού εμνημονεύσαμεν, το έν τέταρτον είναι μετά των τριών κωμοπόλεων κεφαλοχώρια, τα δε λοιπά τρία τέταρτα περίπου τσιφλίκια.  Καθ΄ ημάς ωνομάσθη ούτω το χωρίον τούτο εκ των πολλών χονδρών μαλλίνων υφασμάτων [σκουτιών] τα οποία εις αρχαιοτέραν εποχήν εκ διαφόρων χωρίων των πέριξ μερών κατειργάζοντο εις τα πολλά νεροτριβεία αυτής, άτινα είχεν ως εκ των πολλών και αφθόνως κατερχομένων εκ των υψηλοτέρων μερών υδάτων. Αλλά και εις την υφαντουργίαν ήσαν επιδεδομένοι οι αρχαιότεροι κάτοικοι μαλλίνων και βαμβακερών υφασμάτων και άλλων μεν ειδών, ως επι το πλείστον όμως λευκών βαμβακερών προσοψίων, προμηθευόμενοι, ως φαίνεται, τα βαμβακερά νήματα εκ της νοτιοανατολικής αυτού και επί της δυτικής πλευράς του Κισσάβου εν τη περιφερεία Λαρίσης κειμένης κωμοπόλεως Αμπελάκια, εν η ήκμαζον τότε τα εν τοις νηματουργίοις αυτής κατασκευαζόμενα περιώνυμα νήματα. Αλλά και οι κάτοικοι Σκοτίνης παρήγαγον βάμβακα επιδεδόμενοι τότε και εις την βαμβακοφυτείαν.

Το χωρίον τούτο τυγχάνει η γενέτειρα πατρίς του μακαριωτάτου αειμνήστου Πατριάρχου Αλεξανδρείας κ. Καλλινίκου, όστις και τον νυν υπάρχοντα μεγαλοπρεπή βυζαντινού ρυθμού Ιερόν ναόν του χωρίου επ΄ ονόματι της Κοιμήσεως Θεοτόκου ιδίαις δαπάναις έκτισε, και κληροδότημα προς συντήρησιν Δημοτικού Σχολείου εν τω χωρίω τουτω, τη πατρίδι αυτού κατέλειπεν.

 

Η Σκοτίνα κείται εις υψηλότερον και του Παντελεημόνου μέρος, επί της νοτιοανατολικής οροσειράς των υπωρειών του κυρίως Ολύμπου, και επί της δυτικής πλευράς φάραγγος, δασώδους και πλήρους πεύκων και οξειών, εξ ής οράται ο Θερμαϊκός μετά της Χαλκιδικής, αναβρυούσης δε πανταχόθεν ύδατα πόσιμα, εύγεστα, ελαφρά, ψυχρότατα και υγιεινά.

 

Αρχεται δε η φάραγξ αύτη από των κορυφών του τερπνοτάτου δασώδους οροπεδίου, επί του οποίου ευρίσκεται η περιώνυμος βρύσις του Κατή, εντός της οποίας και κατά Ιούλιον και Αυγουστον μήνα δεν δύναταί τις πλείον του ενός λεπτού να συγκρατήση την χείρα αυτού, ως εκ του μεγάλου ψύχους του ύδατος αυτής, και αφικνείται κατερχομένη μέχρι των παρά την θάλασσαν γαιών του χωρίου, τρίωρον διάστημα περιλαμβάνουσα.  

 

Ο ευρισκόμενος επί του προμνησθέντος δασώδους οροπεδίου τούτου ένθα η βρύσις του Κατή, εάν θελήση να αναβή τον νοτιοανατολικώς αυτής κείμενον λόφον, Κλαρί υπό των περιοίκων λεγόμενον και εις ύψος ημισείας έτι ώρας κείμενον, θα ίδη εκτυλισσόμενον προ αυτού νοτίως το θελκτικόν θέαμα ολοκλήρου της πεδιάδος της Λαρίσης μετά της πόλεως και των χωρίων διεσπαρμένων εν αυτή, καθώς και τον Πηνειόν ποταμόν μεγαλοπορεπώς εκτυλισσόμενον εν ταις αγκάλαις της πεδιάδος ταύτης, και εις το αριστερόν τω εισερχομένω σκέλος του Θερμαϊκού εκχυνόμενον.

 

Η Σκοτίνα απέχει του Παντελεημόνου δίωρον προς δυσμάς αυτού και έχει το Παντελεήμονον εκ δεξιών και προς ανατολάς αυτής, και την Ιεράν Μονήν των Κανάλλων εξ αριστερών προς δυσμάς, δίωρον μακράν αυτής κειμένην εντός ετέρας φάραγγος των νοτιοδυτικών υπωρειών του Ολύμπου, εν τη οποία τον χειμώνα σχηματίζεται ο ορμητικότατος ποταμίσκος Συς Ζλιάνα καλούμενος, όστις τον χειμώνα πνίγει και ζώαι και ανθρώπους απροσέκτους, συμπαρασύρων αυτούς προς τον Θερμαϊκόν, όπου χύνεται εκ δυσμών ορμώμενος. 

 

Βορειοδυτικώς αυτού το χωρίον Σκοτίνα έχει προς τα αριστερά το γείτον χωρίον Λεπτοκαριά, τρίωρον τούτου απέχον και επί των νοτιοανατολικών υπωρειών του Ολύμπου κείμενον, αντικρύ δε του Θερμαϊκού κόλπου επι χωματώδους λόφου υπό δασωδών ορέων περιβαλλομένου ευρισκόμενον.

 

Αι επί της παρά την θάλασσαν και την σκάλαν Σκοτίνης πεδιάδος κείμεναι καλλιεργήσιμαι γαίαι του χωρίου τούτου Σκοτίνας, αι εκ των άνωθεν διά του χωρίου από δυσμών ρεόντων υδάτων ποτιζόμεναι, κείνται περί το δίωρον διάστημα βορειοανατολικώς του χωρίου μακράν, διάστημα όπερ είναι κατωφερές κατά την από του χωρίου μετάβασιν των κατοίκων και ανωφερές κατά την επάνοδον, και διά τούτο λίαν κοπιώδες. Ενεκα τούτου οι Σκοτινιώται, εκεί παρά τα καλλιεργησίμους αυτών γαίας επί λοφίσκων πλησίον του αρχαίου Ηρακλείου, έχουσιν ιδρύσει ιδίας οικίας, Καλύβια Σκοτινιώτικα επιλεγομένας, εις άς παραμένουσιν οι πλείστοι οικογενειακώς κατά τας εργασίμους ημέρας και δη οι άρρενες, αναβαίνοντες ή μάλλον αναρριχώμενοι εις το χωρίον αυτών κατά τας εορτασίμους της εβδομάδος ημέρας.

 

Εν γένει οι Σκοτινιώται δεν φαίνονται φίλα φρονούντες τόσον προς την γεωργίαν, ην εξ ανάγκης μάλλον και ουχί εξ αγάπης όπως άλλοι χωρικοί εξασκούσι μετά της κτηνοτροφίας αιγοπροβάτων και βοών, όσον φαίνονται κλίνοντες προς την βιοτεχνίαν και τον κερδώον Ερμήν.

 

Διά τουτο δε πλείστοι εξ αυτών εξεπατρίσθησαν εν τη ξένη αναδειχθέντες εν τοις γράμμασι, τη βιοτεχνία και των κερδώω Ερμή.  Εν συνόλω όμως είναι φιλόπονοι και εργατικοί, φιλιοπάτριδες, φιλόστοργοι οικογενειάρχαι και ευλαβείς και φιλόθρησκοι, συντηρούντες τρεις ιερεις συμπατριώτας αυτών, ων ο εις εν παρηκμακυία ηλικία προ ολίγου κατέφυγεν εις την πατρίδα αυτού εκ της περιφερείας Ελασσώνος ορμηθείς. Είναι δ΄ούτοι ο παπα-Αθανάσιος Πινακίδης οικονόμος, ο παπα Χριστος Γκανάκης σακελλάριος και ο παπα Αθανάσιος Ζιώγας.  Διατηρούσιν επίσης οι ευσεβείς Σκοτινιώται μετά του κυρίως ιερού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και τέσσερα εξωκκλήσια, το του Αγ. Αθανασίου, του Αγ. Γεωργίου, του Αγ. Νικολάου και του Αγ. Θαλελαίου.

 

Το χωρίον τούτο έχει κλίμα ευκραές, ευήλιον και ευάερον αλλά και ολίγον υγρόν, ως εκ της θέσεως εν ή κείται, αποτελείται εξ ενενήκοντα περίπου διωρόφων οικιών λιθοκτίστων, και πεντακοσίων περίπου κατοικιών χριστιανών ορθοδόξων, ελληνοφώνων απάντων, εξασκούντων το επάγγελμα του γεωργού δημητριακών και κτηνοτρόφου αιγοπροβάτων, βοών και χοίρων, ης το ονομαστόν της Σκοτίνης ελαιόλαδον.

 

Πολλοί όμως εκ των κατοίκων είναι αγωγείς μεταφέροντες διά των ημιόνων αυτών την εκ των άνωθι του χωρίου αυτών δασών εξαγωμένην εμπορικήν ξυλείαν εις την θάλασσαν, τρίωρον του χωρίου απέχουσαν, όπου εν τη ομωνύμω του χωρίου σκάλα τα ιστιοφόρα πλοία παραλαμβάνουσον αυτήν διά την Θεσσαλονίκην ή δι άλλα μέρη.

Ο αείμνηστος εκείνος Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Καλλίνικος, ο μέγας του χωρίου τούτου ευεργέτης, ο εκ Σκοτίνης, διορατικώτατα διιδών, ότι το χωρίον τούτο διά να ευδοκιμήσει και προοδεύσει έδει να μετατοπισθεί και κατέλθει εκ του δυσπροσίτου υψηλού μέρους εις ό εκτίσθη προς τα κάτω, προς την θάλασσαν, και παρά ταις καλλιεργησίμοις και ευφόροις γαίαις αυτών, όπου νυν ευρίσκονται τα λεγόμενα Σκοτινιώτικα Καλύβια του χωρίου, επρότεινεν αυτοίς τότε, επισκεφθείς την πατρίδα αυτού, να δαπανήσει αφ΄εαυτού ίνα ανοικοδομηθώσιν αι οικίαι αυτών εις το χαμηλότερον τούτο μέρος, εις το οποίον να μετακομισθώσιν οικογενειακώς και κατοικήσωσι διά παντός. Πλήν οι πρόγονοι των σημερινών Σκοτινιωτών και σύγχρονοι τω αοιδίμω εκείνω Πατριάρχη δεν εδέχθησαν να εγκαταλείψωσι τα ψυχρότερα του μέρους τούτου ύδατα και τον καθαρώτερον αέρα, προτιμήσαντες να πένωνται ή να κατοικήσωσιν εις τα υποδειχθένατα αυτοίς χαμηλότερα μέρη.

 

Και κατ΄εκείνην μεν την εποχήν ίσως υπήρχε και ο λόγος της ασφαλείας εκ των διερχομένων διά Λάρισαν και Θεσσαλονίκην αλβανικών και λοιπών τουρκικών στρατιωτικών στιφών, άτινα διερχόμενα διήρπαζον και κατέστρεφον τότε τα επί των παραλίων χριστιανικά χωρία, όστις νυν Θεού ευδοκιμήσαντος εξέλιπε. Διά τουτο δε θάττον ή βράδιον οι κάτοικοι του χωρίου τούτου θ΄αναγκασθώσι προς βελτίωσιν της θέσεως αυτών να μεταφέρωσιν έστω και δια τον χειμώνα μόνον τας οικογενείας και εν γένει την κατοικίαν αυτών εις το υπό του αειμνήστου Πατριάρχου υπποδειχθέν μέρος , όπου και οι ελαιώνες αυτών, όπερ ήρξαντο ήδη πολλοί εκ των κατοίκων από τούδε να πράττωσι, μάλιστα μετά την δίοδον της σιδηροδρομικής γραμμής διά των γαιών και παρά την σκάλαν του χωρίου αυτών.

 

Οι Σκοτινιώται ιδίας δαπάναις και διά των περισσευμάτων του ταμίου του ιερού αυτού ναού διατηρούσι Δημοτικήν Σχολήν περιλαμβάνουσαν περί τους εξήκοντα μαθητάς άρρενας και θήλεις.  Καί έχουσι μεν ίδιον κοινοτικόν σχολικόν κτίριον παρά τον ιερόν ναόν, εσχάτως όμως εφιλοτιμήθησαν να κτίσωσι ευρυχωρότερον τοιούτον εν άλλη θέσει πλην δυστυχώς δεν κατώρωσσαν έτι να αποπερατώσωσι το αρξάμενον ήδη έργον ελλείψει χρημάτων.

 

Πολλοί εκ των κατοίκων του χωρίου τούτου, ανωτέρας μορφώσεως και προόδου και μέλλοντος εν γένει εφιέμενοι, κατέφυγον εις την ξένην, οπου και ανεδείχθησαν εν τοις γράμμασι, ταις τέχναις και των εμπορίω, πολλοί δ΄εξ αυτών διέπρεψαν και των κληρικώ σταδίω. 

Το χωρίον τούτο αριθμεί άνω των διακοσίων πεντήκοντα ετών.

 

Σημ.  Αι αρχαιότερα ιεραί εικόνες των ιερών ναών του χωρίου είναι προ 150 ετών.»