Π. Παντελεήμων

Παντελεήμονον [Π. Παντελεήμων]

Με την αγορά των οικοπέδων από ξένους αποτελεί ουσιαστικά σήμερα περιοχή β' κατοικίας. Οριοθετήθηκε με απόφαση Νομάρχη (ΤΠ 4726/10-6-1986) και χαρακτηρίσθηκε παραδοσιακός  οικισμός με ΠΔ της 17-12-1986 (ΦΕΚ  Δ/7-3-86).

Είναι το πιο αξιόλογο παραδοσιακό σύνολο της περιοχής με τάσεις για εγκατάσταση νέων κατοίκων για παραθερισμό. Έχει ελεύθερη διάταξη κτισμάτων και μέτρια πυκνότητα, με τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά της μακεδονικής αρχιτεκτονικής. Έως πρόσφατα δεν υπήρχαν ιδιωτικές αυλές αλλά νοητά όρια.

Ο χαρακτηριστικός τύπος κατοικίας αποτελείται από δύο ορόφους με κλειστό χαγιάτι και δωμάτια στη σειρά. Στον όροφο ήταν χώροι διημέρευσης και στο ισόγειο άλλες χρήσεις (αποθήκες, στάβλοι, χειροτεχνία).

Οι δημόσιοι χώροι προέκυπταν από ελεύθερο δίκτυο διαδρόμων σύμφωνα με τις κλίσεις του εδάφους. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η πλατεία με την εκκλησία, το σχολείο και τα τεράστια πλατάνια. (αντίστοιχη διάταξη αλλά αραιότερη στα οικιστικά σύνολα της Π. Σκοτίνας και των Π. Πόρων).

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την περιοχή.

 

Tο χωρίον Παντελεήμονον [κεφαλοχώριον] 

«Το χωρίον τούτο είναι κεφαλοχώριον, φέρει δε το όνομα εκ του ιερού ναού του χωρίου, τιμωμένου επ΄ονόματι του αθλοφόρου Αγίου και ιαματικού Παντελεήμονος. 

Κείται εις ύψος μιας ώρας από της θαλάσσης επί ιδίας χαμηλοτέρας του Ολύμπου οροσειράς καταφύτου εκ καστανεών και άλλων δένδρων, κειμένης εις τας νοτιοανατολικάς υπωρείας του κυρίως Ολύμπου.  Εχει το μέτωπον εστραμμένον προς βορράν, νοτιοδυτικώς δε αυτού και εξ αριστερών έχει το δίωρον τούτου απέχον γείτον χωρίον Σκοτίνα, νοτιαοανατολικώς δε και εκ δεξιών το έτερον γείτον χωρίον Πούρλια, περί την μίαν ώραν απέχον αυτού.  

Εμπροσθεν δ΄αυτού βορειοδυτικώς κείται το δίωρον τούτου απέχον χωρίον Λεπτοκαρυά, επί των νοτιοανατολικών υπωρειών του Ολύμπου.  Ευθύς δε κατά μέτωπον και προς βορράν εκτείνεται ο Θερμαϊκός κόλπος από του Πλαταμώνος μέχρι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης, μετά των παραλίων των περιφερειών Καμπανίας και Κϊτρους, της πεδιάδος Κατερίνης και των διαφόρων εν αυτή εγκατεσπαρμένων χωρίων, μέχρι των λόφων του χωρίου Κίτρους, των δύο Ελευθεροχωρίων και της κωμοπόλεως Κολινδρού, και εκείθεν μέχρι της δυτικής πτέρυγος των Πιερίων και της συνεχούς σειράς των ορέων Βεροίας, Ναούσης, Βοδενών, Γενιτσών, Θεσσαλονίκης.

Από του χωρίου τούτου προς βορράν και ανατολάς και δυσμάς ο ελεύθερος και αναπεπταμένος αυτού ορίζων παρουσιάζει εις τους οφθαλμούς του παρατηρητού εξαίσιον και μεγαλοπρεπές θέαμα και θέλγητρον φυσικών καλλονών ξηράς τε και θαλάσσης.  Περιώνυμον είναι το ευκραέστατον, ζωηρότατον και υγιεινότατον κλίμα του χωρίου τούτου μεταξύ όλων των  χωρίων της πτέρυγος ταύτης της περιφερείας μας.

Ετι δε μάλλον επαυξάνουσι την αξίαν του κλίματος του χωρίου τα ονομαστά, επίσης ελαφρότατα, διαυγέστατα, γευστικώτατα και υγιεινότατα αυτού ύδατα ωφελούντα τους πίνοντας εις απάσας ανεξαιρέτως τας στομαχικάς παθήσεις.

Το χωρίον τούτο συνωκίσθη περίπου προ εκατοπεντηκονταετίας εκ κατοίκων των πέριξ χωρίων και κυρίως εκ του περί μίαν ώραν κάτωθι του χωρίου επί της ανατολικής ακτής κειμένου Πλαταμώνος, οπόθεν οι κάτοικοι εγκαταλιπόντες το παράλιον εν εποχή ακαταστασίας ανεχώρησαν καταφυγόντες υψηλότερον, εις μέρος εις ο νυν ευρίσκεται το χωρίον. Και σήμερον δ΄έτι έχουσι τας γαίας αυτών τας καλλιεργησίμους παρά τον Πλαταμώνα κα πέριξ αυτού.

Ο Πλαταμών ο σωζόμενος σήμερον είναι φρούριον καλώς τετειχισμένον, περιέχον οικίας τινας ερειπωμένας και πεπτωκυίας, ων τα θεμέλια μόνον σώζονται, καθώς και εις ιερός ναός, ο της Αγ. Παρασκευής, εξωκκλήσιον της κοινότητος Παντελεημόνου, δαπάναις της οποίας επεσκευάσθη και επιδιωρθώθη, ίνα τελή κατά τας τεταγμένας εποχάς την θείαν λειτουργίαν εις των δύο ιερέων της Κοινότητας ταύτης.

Ο Πλαταμών εις αρχαιοτέραν εποχήν αφού ήτο έδρα Επισκόπου, φαίνεται ότι ήκμασεν ως κωμόπολις παραλία, κτισθείσα επί ευρέως χώρου κεχωσμένου πάντως νυν εις την θάλασσαν όπισθεν του σωζομενου φρουρίου, όπερ θα ήτο κατά πάσαν πιθανότητα η ακρόπολις της πόλεως ή κωμοπόλεως ταύτης.

Κατά τον πρώην Λαρίσης Μητροπολίτην αείμνηστον Αμβρόσιον ο άραψ γεωγράφος Εδρεσπή γράψας την δωδεκάτην εκατονταετηρίδα αναφέρει ότι "Ο Πλαταμών τότε ήτο πόλις ευλίμενος, εύφορος και έχουσα υψηλάς και ωραίας οικίας".

Εξωθεν του φρουρίου προς την ξηράν και νοτιοανατολικώς αυτού σώζονται τα ερείπια μεγαλοπρεπούς ιερού ναού μετά μονολίθων στηλών εξηπλωμένων νυν επι της γης, και παραπλεύρως αυτού έτερα ερείπια πολλών κελλίων μοναχών λιθοκτίστων μετ΄ασβέστου και θολωτών, έμπροσθεν δε και επί της οδού της μεταξύ του φρουρίου και των ερειπίων τούτων διερχομένης σώζονται μεγάλαι μονόλιθοι λεκάναι λαξευταί ύδατος μετά πηγών προ αυτών, εξ ών δείκνυται ότι ήκμασε ποτε αυτόθι μεγάλη ιερά Μονή πλουσία και μετά πολλών πατέρων ενασκουμένων εν αυτή, ίσως καθ΄ήν εποχήν ήκμαζε και η πόλις Πλαταμών ολίγον κατωτέρω, η έδρα του ομωνύμου επισκόπου.

Αντικρύ του φρουρίου και προς δυσμάς αυτού προς την ξηράν ίσταται λόφος τις υψηλότερος του φρουρίου "Παππούς" υπό των εγχωρίων ονομαζόμενος, όστις έχει μεν νυν επ΄αυτού δένδρα μικρά και διάφορα της γης φυσικά φυτά, δεν φαίνεται όμως ως εκ του κανονικού κωνοειδούς αυτού σχήματος να είναι λόφος φυσικός, αλλά τεχνητός δι΄επιχωματώσεως. Εχει δε ως λέγουσιν οι περίοικοι, μυστικήν υπόγειον κτιστήν μετά του φρουρίου Πλαταμώνος συγκοινωνίαν, δι ης οι εν τω φρουρίω τυχόν αποκλεισθέντες εν πολιορκία ηδύναντο να εξέλθωσιν υπογείως και καταλάβωσι την υψηλοτέραν του φρουρίου θέσιν τάυτην του λόφου Παππού.

Παραπλεύρως του πυραμιδοειδούς τούτου λόφου και προς δυσμάς αυτού προς την ξηράν έκειτο, ως περιέσωσεν η παράδοσις, η αρχαία ελληνική πόλις Ηράκλειον όπου οι χωρικοί καλλιεργούντες την γην ευρίσκουσιν αρχαία νομίσματα και αντικείμενα.

Απαν το μέρος τούτο, το περί τον Πλαταμώνα, περί τα ερείπια της αρχαίας Μονής, το περί τον κωνοειδή λόφον Παππούν και το επί του αρχαίου Ηρακλείου, αξίζει ν΄ανασκαφεί ημέραν τινα, καθόσον φρονούμεν ότι πολλά σκοτεινά της ιστορίας σημεία, αρχαίας ελληνικής εποχής, μακεδονικής και ρωμαϊκής, ειτα δε και των νεωτέρων ενετικών και τουρκικών χρόνων θέλουσι διαφωτισθεί.

Οι νυν κάτοικοι του περί την ώρα του μέρους τούτου απέοντος προς δυσμάς επί του όρους Παντελεημόνου ασχολούνται περί την γεωργίαν των δημητριακών και κτηνοτροφίαν αιγών και χοίρων, πολλοί δ΄εξ αυτών είναι αγωγείς μεταφέροντες εις την θάλασσαν εμπορικήν ξυλείαν εκ των άνωθι του χωρίου δασών, ασχολούνται δε και περί την μεταξοσκωληκοτροφίαν και κηπουρικήν.

Αι υπάρχουσαι καλλιεργήσιμοι γαίαι του κεφαλοχωρίου τουτου δεν επαρκούσι διά τα ανάγκας των κατοίκων, οίτινες έχουσιν απόλυτον ανάγκην ίνα προσκτήσονται και άλλας διπλασιάζοντες τα υπαρχούσας.  Θα δυνηθώσιν ίδως να κατορθώσωσι τούτο, οπότε θα εξαγορασθεί το παρακείμενον τσιφλίκιον χωρίον Πούρλια υπό των κατοίκων αυτού, καθόσον το χωρίον τούτο έχει ολιγοτέρους κατοίκους και περισσοτέρας καλλιεργησίμους γαίας, προς επάρκειαν των Πουρλιωτών και πώλησιν μερικών εις τους Παντελεμονίτας.

Το χωρίον τούτο αποτελείται  εξ εκατόν είκοσι περίπου διωρόφων οικιών και περιλαμβάνει περί τους χιλίους πεντήκοντα κατοίκους, άπαντας χριστιανούς ορθοδόξους ελληνοφώνους.  Οι κάτοικοι αυτού, φίλεργοι και φιλόπονοι, νομοταγείς και φιλόνομοι, διακρίνονται διά την φιλοπατρίαν και φιλοξενίαν αυτών, καθώς και διά την γενναίαν στάσιν ην πάντοτε είχον απέναντι των Τούρκων επί Τουρκοκρατίας μεταβαλόντες επί του μακεδονικού αγώνος του 1905-1906 το χωρίον αυτών εις σταθμόν των εισερχομένων εις το τουρκικόν έδαφος ελλήνων ανταρτών καθώς και των εξερχομενων κατά την επάνοδον εις την Ελλάδα, και παρέχοντες αυτοίς πάσαν διευκόλυνσιν και πειριποίησηιν.

Είναι φιλήσυχοι οικογενειάρχαι εκτιμώντες λίαν την οικογενειακήν τιμήν και μετ΄επιμελείας και προσοχής αποφεύγοντες τα κατ΄αυτής ατακτήματα.  Το ευσεβές δε και φιλόθρησκον αυτών επαρκώς δείκνυσιν η εκ θεμελίων προ τινων ετών ανακαίνισις του ετοιμορρόπου παλαιού ιερού ναού του χωρίου Αγίου Παντελεημόνου, υπέρ της εδαπάνησεν περί τας χιιλίας λίρας, ανεγείραντες αυτόν εκ βάθρων και επί νέων θεμελίων και νεωτέρου σχεδίου μετά λαμπρών κωδωνοστασίων και τρούλλου.  Τον ναόν όμως τούτον δεν κατώρθωσαν εισέτι ν΄αποπερατώσωσιν εντελώς εσωτερικώς δυστυχώς.

Και περί την φιλομουσίαν δεν καθυστερούσιν οι φιλότιμοι Παντελεμονίται, καθόσον και επί τούτω κοινοτικόν σχολικόν κτίριον παρά τον ιερόν ναόν έχουσι και πλήρες πεντατάξιον Δημοτικήν Σχολήν διατηρούσιν από της ελεύσεως ημών ενταύθα, μετά εκατόν ειίκοσι μαθητών αρρένων και θηλέων.

Δεν δυνάμεθα να λησμονήσωμεν τον σεβασμόν και την αφοσίωσιν ην δεικνύουσι προς το πρόσωπον ημών οι ευλαβείς Παντελεμονίται δεξιούμενοι και φιλοξενούντες ημάς κατ΄έτος κατά την περιοδείαν ημών, καθώς και την άδολον χαράν ή αισθάνονται επί τη παρουσία ημών εις το χωρίον των, εν τω οποίω περισσότερον χρόνον των άλλων χωρίων διατρίβομεν και λόγω του λαμπρού κλίματος και της θαυμασίας τοποθεσίας και των υγιεινοτάτων υδάτων, αλλά προ παντός λόγω της ανυποκρίτου αγάπης ην δεικνύουσι προς ημάς.

Εχουσι δύο ιερείς, τον Παπα Αθανάσιον Οικονόμου οικονόμον και τον Παπα Γεώργιον Τζιουβάραν σακελλάριον.  Το χωρίον έχει παρά της ακτής και παρά τον Πλαταμώνα ιδίαν σκάλαν ομώνυμον, εν τη οποία σταθμεύουσι τα ιστιοφόρα πλοία προς φόρτωσιν ξυλείας.

Νυν παρά την σκάλαν ταύτην διέρχεται η εξ Αθηνών διά Θεσσαλονίκην σιδηροδρομική γραμμή, ορωμένη εκ του χωρίου καθ όλον το μήκος της οφιοειδούς αυτής εξελίξεως, από του Πλαταμώνος μέχρι των σταθμών Αγ. Θεοδώρων και Κατερίνης και εκείθεν μέχρι Τούζλας και των λόφων Μακρυγιάλου.

Τα νυχτερινά φώτα της Θεσσαλονίκης εν καιρώ αιθρίας νυκτός φαίνονται εκ του χωρίου τούτου, τέσσαρες ημέρας διά ξηράς και ζώου φορτηγού απέχοντος αυτής, επταωρον δε διά θαλάσσης ατμοπλοϊκώς νυν δε πεντάωρον περίπου σιδηροδρομικώς.  Επί Τουρκοκρατίας το χωρίον είχε και τηλεγραφικόν σταθμον.

Αριθμεί δε βίον εν η θέσει ευρίσκεται νυν όχι ολιγότερον των εκατόν πεντήκοντα ετών.

Σηημ.  Αι αρχαιότεραι ιεραί εικόνες των ναών του χωρίου τούτου ειλημμένα εκ του Πλαταμώνος υπολογίζονται 300-500 ετών.»